Δευτέρα

Με αγάπη...

Ήταν Δεκέμβριος, η τελευταία ημέρα του χρόνου. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι με φανταχτερά πακέτα και δώρα. Μα κανείς δεν έδινε σημασία στο κοριτσάκι με τα σπίρτα!

Άδικα η μικρή ορφανή διαλαλούσε τη φτωχική πραμάτεια της και σίμωνε δειλά τους περαστικούς, ζητώντας με σβησμένη φωνή να αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα. Άδικα ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε, πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει, αφού δεν είχε κανένα στον κόσμο. Δεν είχαν ώρα για μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε και όλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα ζεστά τους σπίτια, στην οικογενειακή θαλπωρή, στο γιορτινό τραπέζι με τις χίλιες λιχουδιές, στο καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

[...]

Αναστενάζοντας απογοητευμένη, η μικρούλα με τα σπίρτα ανασηκώθηκε και ξαναπήρε τη στράτα, σέρνοντας βαριά τα βήματά της. Ένιωθε πια βασανιστικά το κρύο, την κούραση, την πείνα, μα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα από το πρωί. Πώς να γυρίσει νηστική, χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο, πίσω στην παγωμένη τρώγλη; Αλλά πάλι, ποιος θα αγόραζε σπίρτα τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς; Όλοι είχαν τα πάντα περισσά.

Οι δρόμοι είχαν τώρα ερημώσει. Από τις σφαλιστές εξώθυρες ακούγονταν κάλαντα, τραγούδια και γέλια και πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τα στολισμένα δέντρα.Το κοριτσάκι προχώρησε στη γωνιά του δρόμου και, μαγεμένη λες, κοντοστάθηκε κάτω από τον αναμμένο φανοστάτη. Από το παράθυρο κάποιου σπιτιού έβλεπε ένα δωμάτιο με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολίδια και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τα ματάκια της βούρκωσαν.

Αποκαμωμένη και μελαγχολική κούρνιασε στο πλατύσκαλο της βαριάς πόρτας, που τη στόλιζαν στεφάνια και γιρλάντες από γκι και ου. Τότε κοντοζύγωσε δειλά ένα αδέσποτο σκυλάκι. Η καρδιά της μικρής σπάραξε. Δεν είχε τίποτε να το φιλέψει, ούτε μία μπουκιά φαγητό να μοιραστεί μαζί του. Μόνο χάδια μπορούσε να του δώσει και λόγια παρηγοριάς. Η ώρα περνούσε και το κρύο γινόταν όλο και πιο διαπεραστικό. Κανείς δεν θα αγόραζε πια σπίρτα. Αν άναβε ένα, ένα μονάχα, για να ζεστάνει στη φλογίτσα του τα ξυλιασμένα δάχτυλά της;

Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα είδε μες στη λάμψη του, μια εικόνα γεμάτη ομορφιά, ζεστασιά τρυφερότητα και ευτυχία. Καταμεσής του δρόμου, λέει, ανάμεσα στα ψηλά σπίτια με τις χιονισμένες στέγες και τις καμινάδες που καπνίζουν, έστεκε ζεστή και πυρακτωμένη μια αναμμένη σόμπα από μαύρο μαντέμι. Οι φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες και πελώριες μέσα από τη μισάνοιχτη πορτούλα και μια τσαγιέρα με ευωδιαστό τσάι άχνιζε στη φωτιά, ενώ μία τρυφερή γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στο μαλακό χαλάκι. Ύστερα η φλόγα του σπίρτου τρεμόπαιξε κι έσβησε.

[...]

Το κοριτσάκι δεν άντεξε. Πήρε όλα τα σπίρτα από την ποδιά της και ένα-ένα άρχισε να τα ανάβει. Τότε, τα αναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν από τα παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στο νυχτερινό αγέρα και άρχισαν να διαγράφουν μικρές φωτεινές τροχιές, που σπίθιζαν σαν πυροτεχνήματα ή σαν αναρίθμητα αστεράκια στην ουρά ενός τεράστιου κομήτη. Και σε λίγο ο κομήτης ήρθε και καρφώθηκε στο βελούδινο ουρανό, πελώριος, ολόφωτος, εκτυφλωτικός...!

Το πελώριο αστέρι σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε. Το εκτυφλωτικό φως του γέμισε σκιές που πήραν σχήμα και μορφή και ξαφνικά ο κομήτης άλλαξε όψη και έγινε μία γριούλα με τρυφερό πρόσωπο και ζεστό χαμόγελο, με γελαστά μάτια και μία ορθάνοικτη στοργική αγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε εκστατική η μικρούλα, αναγνωρίζοντας, τη σεβάσμια γυναίκα.
«Πολυαγαπημένη μου, γλυκιά γιαγιούλα! Εσύ είσαι, που μου έψηνες πίτες και χίλιες άλλες λιχουδιές, που μου σιγοτραγουδούσες νανουρίσματα και με κοίμιζες με παραμύθια για νεράιδες και ξωτικά, που με σκέπαζες στοργικά κι έγιανες το λαβωμένο γόνατό μου! Μη με αφήσεις μόνη άλλο πια. Πάρε με κοντά σου!».

Και η γιαγιά, σαν όλες τις γιαγιάδες του κόσμου, άνοιξε τη ζεστή αγκαλιά της κι έκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη εγγόνα της. Και όπως τη γλυκοφιλούσε, την πήρε και πέταξαν ψηλά στα ουράνια, πάνω στα σπίτια και στα δέντρα. «Κοίτα!» είπε η γιαγιά. «Κάθε σπιτικό είναι και μια οικογένεια και το κάθε παραθύρι φωτίζει όχι το φως μιας λάμπας, αλλά η αγάπη που ενώνει την οικογένεια. Με την αγάπη μπορείς να φωτίσεις και να ζεστάνεις τον κόσμο όλο! Μη διώξεις ποτέ την καλωσύνη από την καρδιά σου και τότε θα βρίσκεις, μα και θα χαρίζεις πάντα την αγάπη»!...

Hans Christan Andersen: «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»
(click it)

profile editor



myspace glitters


...εσείς «ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΟΙ»
να ζήσετε, το «ΤΕΡΑΣ»
σας εύχεται, λόγω τιμής... και
λόγω της ημέρας!
(click it)

Εν μέρει... όπως A(n) Merry...



myspace layouts





cool myspace layouts



myspace layouts



(Νικηφόρος Λύτρας - Κάλαντα)

na (ta) pei kaneis i
na min (ta) pei...?
(click it)


myspace layouts



myspace comments



myspace layouts





ChRIstMAs!* (click it)

myspace layouts

Παρασκευή

I'm alive...


mmmm... mmmm...
I get wings to fly
Oh, oh... I'm alive... Yeah

When you call on me
When I hear you breathe
I get wings to fly
I feel that I'm alive

When you look at me
I can touch the sky
I know that I'm alive

When you bless the day
I just drift away
All my worries die
I'm glad that I'm alive

You've set my heart on fire
Filled me with love
Made me a woman on clouds above



Couldn't [I can] get much higher
My spirit takes flight

'Cause I am alive

When you call on me
(When you call on me)
When I hear you breathe
(When I hear you breathe)
I get wings to fly
I feel that I'm alive
(I am alive)

When you reach for me
(When you reach for me)
Raising spirits high
God knows that...

That I'll be the one
Standing by through good and
through trying times (click it)


And it's only begun (click it)
I can't wait for the rest of my life

When you call on me
(When you call on me)
When you reach for me
(When you reach for me)
I get wings to fly
I feel that...

When you bless the day
(When you bless, you bless the day)
I just drift away
(I just drift away)
All my worries die
I know that I'm alive!


I get wings to fly
God knows that I'm alive


Τετάρτη

Ώσπου...

myspace layouts


Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια.

Ώσπου το φως να γίνει σκοτεινιά.

Ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί.

Ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Ώσπου στα μάτια σου να δω φωτιές.

Ώσπου κι εσύ σαν κεραυνός θα καις.

Ώσπου να πάψει η ανατολή.

Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Θα σ' αγαπώ

όσο κανείς δεν αγαπάει,

θα σ' αγαπώ...

με μιαν αγάπη

που ο νους σου δεν χωράει,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια.

Ώσπου το φως να γίνει σκοτεινιά.

Ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί.

Ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί,

θα σ' αγαπώ!


Ώσπου στα μάτια σου να δω φωτιές.

Ώσπου κι εσύ σαν κεραυνός θα καις.

Ώσπου να πάψει η ανατολή.

Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Θα σ' αγαπώ

όσο κανείς δεν αγαπάει,

θα σ' αγαπώ...

με μιαν αγάπη

που ο νους σου δεν χωράει,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Πέρα από κει που φτάνει η αντοχή.

Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ.

Μέχρι το θάνατο και πιο μακριά.

Μέχρι να πεις πεθαίνω τώρα πια,

θα σ' αγαπώ!




myspace layouts

Δευτέρα

Αφού...









δεν










είχε










νέα










ευχάριστα











να πει,










καλύτερα











να μη μας πει









κανένα...









μπρρρ...




Σε μια περιοχή της Αμερικής, πλησιάζει χειμώνας.


Οι Ινδιάνοι ρωτάνε το μάγο της φυλής για τον καιρό.

- Ω μεγάλε μάγε, πες μας, πώς θα είναι ο φετινός χειμώνας;


Ο μάγος σκέφτεται λίγη ώρα και απαντά:

- Χμμμμμ... παιδιά μου, ένα έχω μόνο να σας πω. Ο χειμώνας φέτος θα είναι βαρύς. Κόψτε ξύλα!

Έφυγαν, λοιπόν, οι Ινδιάνοι για το βουνό κι αρχίζουν να κόβουν ξύλα.

Μετά από μια εβδομάδα, ξαναπάνε στο μάγο και ρωτάνε:

- Ω μεγάλε μάγε, πες μας, τι καιρό θα κάνει φέτος το χειμώνα;

- Χμμμμμ... παιδιά, ο χειμώνας φέτος θα είναι πολύ βαρύς. Κόψτε πολλά ξύλα.






Φεύγουν οι Ινδιάνοι από το μάγο, ανεβαίνουν στο βουνό και συνεχίζουν να κόβουν ξύλα.

Οι Ινδιάνοι έκοβαν ξύλα, αλλά συνέχιζαν να επισκέπτονται τον μάγο κάθε μέρα.

- Ω μεγάλε μάγε, πες μας, θα είναι βαρύς ο χειμώνας φέτος;

- Ρε παιδιά, τα είπαμε χίλιες φορές, λέει ο μάγος. Ο χειμώνας φέτος θα είναι πάρα πολύ βαρύς. Κόψτε ξύλα.

- Μα, καλέ μας μάγε, κόβουμε ξύλα τόσον καιρό. Είσαι σίγουρος;

- Μα τι λέτε τώρα, με αμφισβητείτε; ρωτάει θυμωμένος ο μάγος. Είμαι πάρα πολύ σίγουρος. Κόψτε ξύλα.

Οι Ινδιάνοι έφυγαν ήρεμοι, αφού είδαν τόσο σίγουρο το μάγο.






O μάγος, όμως, μπήκε σε σκέψεις. «Βρε μπας και κάνω λάθος για το χειμώνα;»

Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει στη διπλανή πόλη, να ρωτήσει τους μετεωρολόγους για τον καιρό, ώστε να σιγουρευτεί κι αυτός.

- Ρε επιστήμονες, ποιές είναι οι προβλέψεις σας για το φετινό χειμώνα; ρωτάει ο μάγος.

- Γέρο φύγε να σωθείς, του λένε. Ο φετινός χειμώνας θα είναι πάρα, πάρα πολύ βαρύς!

- Κύριοι με τρομάζετε, τους λέει ο μάγος. Είστε σίγουροι;

- Βεβαιότατα. Περιμένουμε τον πιο βαρύ χειμώνα των τελευταίων 25 ετών!

«Πω-Πω, δύσκολα τα πράγματα» σκέφτηκε ο μάγος.

- Και πώς είστε τόσο σίγουροι βρε παιδιά;


- Τι λες, ρε φίλε. Δεν βλέπεις τους Ινδιάνους; Έχουν κόψει όλο το βουνό...!





OYΓΚ... (click it to "translate")





ΠΗΓΗ: www.funny-city.gr