Δευτέρα

Με αγάπη...

Ήταν Δεκέμβριος, η τελευταία ημέρα του χρόνου. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι με φανταχτερά πακέτα και δώρα. Μα κανείς δεν έδινε σημασία στο κοριτσάκι με τα σπίρτα!

Άδικα η μικρή ορφανή διαλαλούσε τη φτωχική πραμάτεια της και σίμωνε δειλά τους περαστικούς, ζητώντας με σβησμένη φωνή να αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα. Άδικα ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε, πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει, αφού δεν είχε κανένα στον κόσμο. Δεν είχαν ώρα για μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε και όλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα ζεστά τους σπίτια, στην οικογενειακή θαλπωρή, στο γιορτινό τραπέζι με τις χίλιες λιχουδιές, στο καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

[...]

Αναστενάζοντας απογοητευμένη, η μικρούλα με τα σπίρτα ανασηκώθηκε και ξαναπήρε τη στράτα, σέρνοντας βαριά τα βήματά της. Ένιωθε πια βασανιστικά το κρύο, την κούραση, την πείνα, μα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα από το πρωί. Πώς να γυρίσει νηστική, χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο, πίσω στην παγωμένη τρώγλη; Αλλά πάλι, ποιος θα αγόραζε σπίρτα τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς; Όλοι είχαν τα πάντα περισσά.

Οι δρόμοι είχαν τώρα ερημώσει. Από τις σφαλιστές εξώθυρες ακούγονταν κάλαντα, τραγούδια και γέλια και πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τα στολισμένα δέντρα.Το κοριτσάκι προχώρησε στη γωνιά του δρόμου και, μαγεμένη λες, κοντοστάθηκε κάτω από τον αναμμένο φανοστάτη. Από το παράθυρο κάποιου σπιτιού έβλεπε ένα δωμάτιο με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολίδια και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τα ματάκια της βούρκωσαν.

Αποκαμωμένη και μελαγχολική κούρνιασε στο πλατύσκαλο της βαριάς πόρτας, που τη στόλιζαν στεφάνια και γιρλάντες από γκι και ου. Τότε κοντοζύγωσε δειλά ένα αδέσποτο σκυλάκι. Η καρδιά της μικρής σπάραξε. Δεν είχε τίποτε να το φιλέψει, ούτε μία μπουκιά φαγητό να μοιραστεί μαζί του. Μόνο χάδια μπορούσε να του δώσει και λόγια παρηγοριάς. Η ώρα περνούσε και το κρύο γινόταν όλο και πιο διαπεραστικό. Κανείς δεν θα αγόραζε πια σπίρτα. Αν άναβε ένα, ένα μονάχα, για να ζεστάνει στη φλογίτσα του τα ξυλιασμένα δάχτυλά της;

Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα είδε μες στη λάμψη του, μια εικόνα γεμάτη ομορφιά, ζεστασιά τρυφερότητα και ευτυχία. Καταμεσής του δρόμου, λέει, ανάμεσα στα ψηλά σπίτια με τις χιονισμένες στέγες και τις καμινάδες που καπνίζουν, έστεκε ζεστή και πυρακτωμένη μια αναμμένη σόμπα από μαύρο μαντέμι. Οι φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες και πελώριες μέσα από τη μισάνοιχτη πορτούλα και μια τσαγιέρα με ευωδιαστό τσάι άχνιζε στη φωτιά, ενώ μία τρυφερή γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στο μαλακό χαλάκι. Ύστερα η φλόγα του σπίρτου τρεμόπαιξε κι έσβησε.

[...]

Το κοριτσάκι δεν άντεξε. Πήρε όλα τα σπίρτα από την ποδιά της και ένα-ένα άρχισε να τα ανάβει. Τότε, τα αναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν από τα παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στο νυχτερινό αγέρα και άρχισαν να διαγράφουν μικρές φωτεινές τροχιές, που σπίθιζαν σαν πυροτεχνήματα ή σαν αναρίθμητα αστεράκια στην ουρά ενός τεράστιου κομήτη. Και σε λίγο ο κομήτης ήρθε και καρφώθηκε στο βελούδινο ουρανό, πελώριος, ολόφωτος, εκτυφλωτικός...!

Το πελώριο αστέρι σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε. Το εκτυφλωτικό φως του γέμισε σκιές που πήραν σχήμα και μορφή και ξαφνικά ο κομήτης άλλαξε όψη και έγινε μία γριούλα με τρυφερό πρόσωπο και ζεστό χαμόγελο, με γελαστά μάτια και μία ορθάνοικτη στοργική αγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε εκστατική η μικρούλα, αναγνωρίζοντας, τη σεβάσμια γυναίκα.
«Πολυαγαπημένη μου, γλυκιά γιαγιούλα! Εσύ είσαι, που μου έψηνες πίτες και χίλιες άλλες λιχουδιές, που μου σιγοτραγουδούσες νανουρίσματα και με κοίμιζες με παραμύθια για νεράιδες και ξωτικά, που με σκέπαζες στοργικά κι έγιανες το λαβωμένο γόνατό μου! Μη με αφήσεις μόνη άλλο πια. Πάρε με κοντά σου!».

Και η γιαγιά, σαν όλες τις γιαγιάδες του κόσμου, άνοιξε τη ζεστή αγκαλιά της κι έκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη εγγόνα της. Και όπως τη γλυκοφιλούσε, την πήρε και πέταξαν ψηλά στα ουράνια, πάνω στα σπίτια και στα δέντρα. «Κοίτα!» είπε η γιαγιά. «Κάθε σπιτικό είναι και μια οικογένεια και το κάθε παραθύρι φωτίζει όχι το φως μιας λάμπας, αλλά η αγάπη που ενώνει την οικογένεια. Με την αγάπη μπορείς να φωτίσεις και να ζεστάνεις τον κόσμο όλο! Μη διώξεις ποτέ την καλωσύνη από την καρδιά σου και τότε θα βρίσκεις, μα και θα χαρίζεις πάντα την αγάπη»!...

Hans Christan Andersen: «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»
(click it)

profile editor



myspace glitters


...εσείς «ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΟΙ»
να ζήσετε, το «ΤΕΡΑΣ»
σας εύχεται, λόγω τιμής... και
λόγω της ημέρας!
(click it)

Εν μέρει... όπως A(n) Merry...



myspace layouts





cool myspace layouts



myspace layouts



(Νικηφόρος Λύτρας - Κάλαντα)

na (ta) pei kaneis i
na min (ta) pei...?
(click it)


myspace layouts



myspace comments



myspace layouts





ChRIstMAs!* (click it)

myspace layouts

Παρασκευή

I'm alive...


mmmm... mmmm...
I get wings to fly
Oh, oh... I'm alive... Yeah

When you call on me
When I hear you breathe
I get wings to fly
I feel that I'm alive

When you look at me
I can touch the sky
I know that I'm alive

When you bless the day
I just drift away
All my worries die
I'm glad that I'm alive

You've set my heart on fire
Filled me with love
Made me a woman on clouds above



Couldn't [I can] get much higher
My spirit takes flight

'Cause I am alive

When you call on me
(When you call on me)
When I hear you breathe
(When I hear you breathe)
I get wings to fly
I feel that I'm alive
(I am alive)

When you reach for me
(When you reach for me)
Raising spirits high
God knows that...

That I'll be the one
Standing by through good and
through trying times (click it)


And it's only begun (click it)
I can't wait for the rest of my life

When you call on me
(When you call on me)
When you reach for me
(When you reach for me)
I get wings to fly
I feel that...

When you bless the day
(When you bless, you bless the day)
I just drift away
(I just drift away)
All my worries die
I know that I'm alive!


I get wings to fly
God knows that I'm alive


Τετάρτη

Ώσπου...

myspace layouts


Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια.

Ώσπου το φως να γίνει σκοτεινιά.

Ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί.

Ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Ώσπου στα μάτια σου να δω φωτιές.

Ώσπου κι εσύ σαν κεραυνός θα καις.

Ώσπου να πάψει η ανατολή.

Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Θα σ' αγαπώ

όσο κανείς δεν αγαπάει,

θα σ' αγαπώ...

με μιαν αγάπη

που ο νους σου δεν χωράει,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια.

Ώσπου το φως να γίνει σκοτεινιά.

Ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί.

Ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί,

θα σ' αγαπώ!


Ώσπου στα μάτια σου να δω φωτιές.

Ώσπου κι εσύ σαν κεραυνός θα καις.

Ώσπου να πάψει η ανατολή.

Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Θα σ' αγαπώ

όσο κανείς δεν αγαπάει,

θα σ' αγαπώ...

με μιαν αγάπη

που ο νους σου δεν χωράει,

θα σ' αγαπώ!

myspace layouts


Πέρα από κει που φτάνει η αντοχή.

Θα σ' αγαπώ και πάλι πιο πολύ.

Μέχρι το θάνατο και πιο μακριά.

Μέχρι να πεις πεθαίνω τώρα πια,

θα σ' αγαπώ!




myspace layouts

Δευτέρα

Αφού...









δεν










είχε










νέα










ευχάριστα











να πει,










καλύτερα











να μη μας πει









κανένα...









μπρρρ...




Σε μια περιοχή της Αμερικής, πλησιάζει χειμώνας.


Οι Ινδιάνοι ρωτάνε το μάγο της φυλής για τον καιρό.

- Ω μεγάλε μάγε, πες μας, πώς θα είναι ο φετινός χειμώνας;


Ο μάγος σκέφτεται λίγη ώρα και απαντά:

- Χμμμμμ... παιδιά μου, ένα έχω μόνο να σας πω. Ο χειμώνας φέτος θα είναι βαρύς. Κόψτε ξύλα!

Έφυγαν, λοιπόν, οι Ινδιάνοι για το βουνό κι αρχίζουν να κόβουν ξύλα.

Μετά από μια εβδομάδα, ξαναπάνε στο μάγο και ρωτάνε:

- Ω μεγάλε μάγε, πες μας, τι καιρό θα κάνει φέτος το χειμώνα;

- Χμμμμμ... παιδιά, ο χειμώνας φέτος θα είναι πολύ βαρύς. Κόψτε πολλά ξύλα.






Φεύγουν οι Ινδιάνοι από το μάγο, ανεβαίνουν στο βουνό και συνεχίζουν να κόβουν ξύλα.

Οι Ινδιάνοι έκοβαν ξύλα, αλλά συνέχιζαν να επισκέπτονται τον μάγο κάθε μέρα.

- Ω μεγάλε μάγε, πες μας, θα είναι βαρύς ο χειμώνας φέτος;

- Ρε παιδιά, τα είπαμε χίλιες φορές, λέει ο μάγος. Ο χειμώνας φέτος θα είναι πάρα πολύ βαρύς. Κόψτε ξύλα.

- Μα, καλέ μας μάγε, κόβουμε ξύλα τόσον καιρό. Είσαι σίγουρος;

- Μα τι λέτε τώρα, με αμφισβητείτε; ρωτάει θυμωμένος ο μάγος. Είμαι πάρα πολύ σίγουρος. Κόψτε ξύλα.

Οι Ινδιάνοι έφυγαν ήρεμοι, αφού είδαν τόσο σίγουρο το μάγο.






O μάγος, όμως, μπήκε σε σκέψεις. «Βρε μπας και κάνω λάθος για το χειμώνα;»

Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει στη διπλανή πόλη, να ρωτήσει τους μετεωρολόγους για τον καιρό, ώστε να σιγουρευτεί κι αυτός.

- Ρε επιστήμονες, ποιές είναι οι προβλέψεις σας για το φετινό χειμώνα; ρωτάει ο μάγος.

- Γέρο φύγε να σωθείς, του λένε. Ο φετινός χειμώνας θα είναι πάρα, πάρα πολύ βαρύς!

- Κύριοι με τρομάζετε, τους λέει ο μάγος. Είστε σίγουροι;

- Βεβαιότατα. Περιμένουμε τον πιο βαρύ χειμώνα των τελευταίων 25 ετών!

«Πω-Πω, δύσκολα τα πράγματα» σκέφτηκε ο μάγος.

- Και πώς είστε τόσο σίγουροι βρε παιδιά;


- Τι λες, ρε φίλε. Δεν βλέπεις τους Ινδιάνους; Έχουν κόψει όλο το βουνό...!





OYΓΚ... (click it to "translate")





ΠΗΓΗ: www.funny-city.gr

Πέμπτη

Tα 101 post της Αμα(λ)θείας!!!







Προβολή πλήρους προφίλ


τo τέρας της «αμάθειας»(CLICK IT)

• Ηλικία: 46 (plus) (click it)

• Φύλο: Γυναίκα (click it)

• Ζώδιο: Αιγόκερως (click it)

• Ζωδιακό Έτος: Βόδι (click it)

• Κλάδος: Ναυτικά (click it)

• Τόπος:Κρήτη : Ελλάδα (click it)

Κλιπ Ήχου (click it)



Για Μένα (click it)


ΑΜΑΛΘΕΙΑ ήταν η κατσίκα τροφός του Δία ο οποίος, (άτακτος εκ γενετής) παίζοντας, της έσπασε το ένα κέρατο. Εκείνη στεναχωρήθηκε & ο Δίας για παρηγοριά (& συναισθηματικός!) μάγεψε το σπασμένο κέρατο ώστε αυτός που το είχε, αποκτούσε όλα "του κόσμου τα καλά" (καρπούς, άνθη κλπ). Από τότε έμεινε γνωστό ως "κέρας της Αμάλθειας" ή "κέρας της Αφθονίας"!

Γιατί επέλεξα το όνομα αυτό για ιστολόγιο (e-αστειολόγιο αν προτιμάτε...)?

Ένας λόγος είναι ο αστερισμός στον οποίο γεννήθηκα. ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, λατινικά Capricorn που σημαίνει «κέρατο κατσίκας» & οι αρχαίοι Έλληνες τον ταύτιζαν με την Αμάλθεια.

Ένας άλλος είναι η καταγωγή μου, αφού ως γνωστόν η Αμάλθεια έθρεψε τον Δία στην Κρήτη.

(Για να μην αναφέρω, μεταξύ σχετικού & άσχετου, το ΚΡΙ-ΚΡΙ, σπάνιο είδος αιγάγρου της Κρήτης & πήξουμε στο κέρατο εδώ μέσα!).

Κυρίως όμως το επέλεξα επειδή κατά βάθος ελπίζω να κρατάνε ακόμα τα μάγια και να υπάρξει αφθονία θεμάτων, ώστε κάθε επισκέπτης να βρει τη δική του έκφραση.

Εννοείται ότι κάθε συμβουλή δεν είναι απλά ευπρόσδεκτη άλλα άκρως απαραίτητη διότι, αφ' ενός μεν δεν είμαι & τόσο σίγουρη ότι τα μάγια είναι διαχρονικά, αφ' ετέρου δε, δηλώνω ΑΜΑΘΕΙΑ!



Ενδιαφέροντα

Διάβασμα (click it)

Ταξίδια (click it)


Αγαπημένες Ταινίες

La vita e' bella (click it)


Αγαπημένη Μουσική

• Ελληνική περισσότερο (click it)


Αγαπημένα Βιβλία

Ελληνική λογοτεχνία κυρίως (click it)


Τα Blogs μου

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ» (click it)

ΦΟΙΒΗ (click it)



Στο Blogger (click it) Από Δεκέμβριος 2007


Προβολές Προφίλ 2.940...


to be continued ??? (CLICK IT)



Δευτέρα

we are the children...




there comes
a time when
(click it)

we head a certain call
when the world must
come together as one
there are people dying
and it's time to lend a hand to life
the greatest gift of all

we can't go on
pretending
day by day
(click it)

that someone, somewhere
will soon make a change
we are all a part of
God's great big family
and the truth's, you know
love is all we need
we are the world
we are the children
we are the ones who
make a brighter day
so let's start giving
there's a choice we're making
we're saving our own lives
it's true we'll make a better day
just you and me

send them your heart
so they'll know that someone cares
and their lives
will be stronger and free
as God has shown us
by turning stone to bread
so we all must lend a helping hand
we are the world
we are the children
(click it)

we are the ones who make
a brighter day
so let's start giving
there's a choice we're making
we're saving our own lives
it's true we'll make a better day
just you and me

when you're down and out
there seems no hope at all
but if you just believe
there's no way we can fall
well, well, well, well, let us realize
that a change will only come
when we stand together as one
we are the world
we are the children
we are the ones who make
a brighter day
so let's start giving
there's a choice we're making
we're saving our own lives
it's true we'll make a better day
just you and me





so let's start giving(click it)



Τετάρτη

ΕΔΩ ΠΟΛΥ-ΤΕΧΝΕΙΟ...

Του Γιάννη Μυλόπουλου,
καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ


«Επιστρέφουν στο σπίτι τα χαράματα, λίγο πριν οι «μεγάλοι» ξεκινήσουν για τη δουλειά. «Οι νύχτες μας είναι καλύτερες απ τις μέρες σας» είναι το σύνθημά τους. Αμφισβητούν και απορρίπτουν το κυρίαρχο «σύστημα», που έναντι υλικών αντιπαροχών υποβαθμίζει τις πιο σημαντικές παραμέτρους της ποιότητας της ζωής, όπως ο ελεύθερος χρόνος, οι ανθρώπινες σχέσεις, η επαφή με τη φύση, ή η χαρά της δημιουργίας. Όλα αυτά δηλαδή που μάταια αναζητά η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία στην εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης...
Στο πανεπιστήμιο μπήκαν από κεκτημένη ταχύτητα και στη συγκεκριμένη σχολή από... σπόντα. Γι αυτό και οι σπουδές δεν τους απασχολούν ιδιαίτερα.(click it) Το πτυχίο τούς ενδιαφέρει μόνο ως τυπικό προσόν. Έχουν καταλάβει ότι στη ζωή σήμερα δεν μετρούν η μόρφωση και οι γνώσεις, αλλά τα «μέσα» και οι γνωριμίες. Γι αυτό και οι πιο «ξύπνιοι» φροντίζουν να γραφτούν στη γαλάζια φοιτητική παράταξη. Που εκτός από φτηνές εκδρομές και πάρτι, υπόσχεται στα «δικά της παιδιά» και βέβαιη επαγγελματική αποκατάσταση.
Την πολιτική «την έχουν γραμμένη». Στην πραγματικότητα όμως αποστρέφονται τους πολιτικούς, με τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα». Κατά τα άλλα, η στάση τους είναι βαθιά πολιτική. Αφού ασκούν κριτική, απορρίπτουν κοινωνικά μοντέλα και ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο.
Είναι η λεγόμενη γενιά των 700 Ευρώ.(click it) Τα σημερινά παιδιά που, μετά το πτυχίο, θα βρουν με το ζόρι μια φτηνά αμειβόμενη εργασία, συνήθως άσχετη με τις σπουδές τους. Που κατά πάσα βεβαιότητα δεν θα ανταποκρίνεται ούτε στις ικανότητες ούτε και στα όνειρά τους. Που θα την κρατήσουν όμως με νύχια και με δόντια, γνωρίζοντας για τις ουρές των ανέργων που θα περιμένουν στη γωνία.
Είναι τα καλύτερα μυαλά που διαθέτει η χώρα. Είναι η γενιά των παιδιών των φετινών καταλήψεων, που βγήκαν στους δρόμους να διαδηλώσουν τις αγωνίες και τις ανασφάλειές τους. Για το εκπαιδευτικό σύστημα που χρειάζεται τομές.(click it) Για το πολιτικό σύστημα που, αντί να τις προετοιμάσει, αναπαράγει οικονομικές και κοινωνικές αδικίες.
Είναι τα παιδιά που εξέφρασαν ένα κοινωνικό αίτημα και αντιμετωπίστηκαν από το αστυνομικό κράτος της Δεξιάς σαν τρομοκράτες. Εισπράττοντας, αντί για απαντήσεις στα μεγάλα τους αδιέξοδα, ξύλο, δακρυγόνα και συλλήψεις. Είναι η γενιά που, ενώ της υποσχέθηκαν εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την καταδίκασαν να σπουδάσει σε... τριτοκοσμικές συνθήκες. Μ έναν «καινούργιο» νόμο-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, που όμως έρχεται από το παρελθόν. Που αντί να απελευθερώνει την ανώτατη εκπαίδευση και να δημιουργεί προϋποθέσεις για τον εκσυγχρονισμό της, αναλώνεται στον αυταρχικό έλεγχο, την αστυνόμευση και την ενίσχυση της χειραγώγησης των ιδρυμάτων από τα κρατικά δεσμά.
Είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη Ελλάδα που μια νέα γενιά δεν ελπίζει να ζήσει καλύτερα από την προηγούμενη. Το αίτημα για μια δίκαιη κοινωνία γίνεται σήμερα για τους νέους περισσότερο επιτακτικό παρά ποτέ...»(click it)


ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣONLINE

Πέμπτη

«Όσα η αγάπη ονειρεύεται»

Αφιερωμένο...

Φοράει η νύχτα απόψε τ’ άρωμά σου,

μπροστά μου γδύνεται και...

Θε μου πώς σου μοιάζει!!!

Λες και φορούσε λίγο πριν το φόρεμά σου

και τώρα στ’ άδεια χέρια μου κουρνιάζει.



Στις κρύες νύχτες έμαθα να σ’ αγαπάω

και σε ναούς νυχτερινούς να σε λατρεύω!!!

Πάνω από θάλασσες στον ύπνο μου πετάω,

μα πάντα στ’ άδειο μου κρεβάτι σε γυρεύω.



Κι όσα μου στέρησαν οι νύχτες τόσα χρόνια

μπροστά μου τώρα θα σταθούν στο φως της μέρας!!!

Θάχουν το σχήμα του κορμιού σου τα σεντόνια,

τη ζεστασιά της πρωινής σου καλημέρας.
(Δ.Ν.)


από καρδιάς!!!

Παρασκευή

Σε στυλ να μην ξεχνιόμαστε...

Kαλό μήνα!*(click it)







Κουτσά-στραβά «καθάρισα» (?!)

το θέμα τσ’ ιστορίας(click it)

και τώρα βουρ για Ραμπελέ(click it)

κι εκείνο του Εράσμου,(click it)

«Εγκώμιον μωρίας»!







Θέματα στο στοιχείο μου

πέσανε... ευτυχώς!!!

μα ο χρόνος με ζορίζει.

Δυό εβδομάδες μείνανε...

τα λέμε προσεχώς!!!









...την «αμάθεια» μου μέσα!(click it)

Τρίτη

...σε τρεις πράξεις & επίλογο!!!


«παιδιά της Ελλάδος παιδιά…» (ΠΡΑΞΗ Α')



ΚΑΙ ΝΑ ΟΙ ΝΙΚΕΣ απανωτές,
Αέραααααα!
Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Μοράβας, Άγιοι Σαράντα, Χειμάρα, Πόγραδετς, Πρεμετή...
Και πέφτανε βροχή οι οβίδες, οι σφαίρες και οι όλμοι κει πάνω στις δοξασμένες κορφές της Πίνδου!
- Και μετά μπαμπά; Μετά; Τι έγινε μετά μπαμπά;
- Κατάπιε τη μπουκίτσα σου για να συνεχίσω, αλλιώς σταματάω. Και πέφτανε βροχή οι ερωτήσεις του μικρού μου Γιωργή, που από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του, ξετρελαίνεται κάθε χρόνο τέτοια μέρα, 28η Οκτωβρίου.
Από τις παραμονές κιόλας, της εθνικής επετείου με βγάζει από τις ζεστές πιτζάμες μου, με ξεσηκώνει από την αναπαυτική μου μπερζέρα και με ξαμολάει πάνω στα χιονισμένα βουνά με μια χλαίνη κι ένα ντουφέκι, να μοιράζομαι τα κρυοπαγήματα και τις σφαίρες με τους ηρωικούς φαντάρους μας, για να του λέω ιστορίες.
Ατέλειωτες ιστορίες τιμής και δόξας για το ηρωικό έπος του Σαράντα.
Αληθινές;
Τι θα πει «αληθινές»; Όσα κι αν πλάσω με την πιο τρελή φαντασία μου και πάλι λίγα θα είναι και φτωχά, μπρος σε αυτά που έγιναν εκεί πάνω, τότε. Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η φαντασία υστερεί κατά πολύ της πραγματικότητος.
- Έλα, λέγε τώρα… Και μετά; Λέγε μπαμπά! Τι έγινε μετά;
- Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, -μάσα και συ, μην το κρατάς μια ώρα στο στόμα!- εκείνη τη στιγμή που λες, όπως ήταν πάνω στο άλογό του ο παππούς, ορμάει μόνος του εναντίον των εχθρών. Και τους τρέπει όλους σε φυγή! Τέτοιο ήταν το κάζο που έπαθαν οι μακαρονάδες που μαθεύτηκε αμέσως το γεγονός. Κι όλες οι εφημερίδες, έγραφαν την άλλη μέρα μα πηχυαίους τίτλους… επί λέξει:
- Κολοκύθια με τη ρίγανη! Ακούγεται ξαφνικά η γυναίκα μου από την κουζίνα.
- Ορίστε;
Δεν είμαστε καλά.
- Δεν εννόησα; Τι είπες τώρα ρε γυναίκα;
- Λέω για τη θεία, θα κάνω μία ελαφριά σαλατίτσα με κολοκύθια και ρίγανη, όπως της αρέσουν.
Κοίτα τώρα, τι της θυμήθηκε, για να διακόψει ολόκληρο θρίαμβο.
- Λέγε μπαμπά. Λέγε. Μετά;
- Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, κροτάλισε ένα πολυβόλο, κρα κρα κρα… Αλλά κατάπινε όμως βρε παιδάκι μου, μια ώρα το μασάς. Λοιπόν που είχαμε μείνει; Α, ναι…!
Τα μάτια του μικρού Γιωργή, γεμάτα παιδική αθωότητα, γίνονται ακόμα πιο μεγάλα καθώς με κοιτάζουν ορθάνοιχτα και κρέμονται μ’ αγωνία, κυριολεκτικά από τα χείλη μου.
- Έλα, συνέχισε! Μη σταματάς μπαμπά. Και μετά;
- Τότε που λες, λοιπόν Γιωργή μου, όπως ο παππούς πήγαινε ξαπλωτός στο χιόνι, ξαφνικά, μέσα στο θεοσκόταδο της άγριας νύχτας, πέφτει πάνω σε μια περίπολο Ιταλών. Τώρα; Τι να κάνει; Καλύπτεται γρήγορα πίσω από ένα θάμνο, βγάζει αμέσως μια χειροβομβίδα, τους την πετάει...
- …Τους έκανε τα τρία, δύο!
Ακούγεται πάλι η φωνή της γυναίκας μου, που πετάγεται μέσα από την κουζίνα, κάνοντας με, μαζί με τη χειροβομβίδα, να εκραγώ κι εγώ!
- Τι έκανε λέει; Ρωτάω έξαλλος.
- Ο γιατρός λέω, τελικά, μείωσε τα διουρητικά χάπια τη μαμά μου και στον μπαμπά, από τρία σε δύο, γιατί τους ανέβαζαν την πίεση.
- Α, είπα κι εγώ! πες μου έτσι! Και μας έκοψες πάνω στο καλύτερο.
Ρε τι σου είναι αυτές οι γυναίκες. Ούτε στο πολεμικό μέτωπο, πάνω στην πρώτη γραμμή, δεν σ’ αφήνουν σε ησυχία!
- Πού είχαμε μείνει λοιπόν βρε Γιωργή; Κατάπινε όμως κι εσύ βρε μανούλα μου!
- Εκεί που ο παππούς πέταξε τη χειροβομβίδα και μπαμ!
- Τι μπαμ; Μόνο μπαμ; Μπαμπαμπούμ μεγάλο! Και λίγο σου λέω!
- Όπως τα πυροτεχνήματα;
- Ακόμα πιο πολύ δυνατό μπουμ και πάρτους και τους πέντε Ιταλιάνους μακαρονάδες κάτω.
- Και μετά; Τι έγινε μετά μπαμπά;
- Τρέχει αμέσως κοντά τους –για κατάπινε κιόλας, για να σου λέω– τους παίρνει τα όπλα. Αλλά εκείνη τη στιγμή φύσαγε δαιμονισμένα, ένας δυνατός βοριάς κι έριχνε πυκνό χιόνι. Χιονοθύελλα. Και σκοτάδι μαζί, δεν έβλεπε τίποτα. Τώρα, πώς να γυρίσει στο ελληνικό φυλάκιο που ήταν η μονάδα του; Και τι λες σκέφτηκε να κάνει ο πανέξυπνος και γενναίος παππούς;
- Κάλεσε ραδιοταξί! Ακούστηκε ξανά η φωνή της γυναίκας μου από το χωλ.
Έλα Χριστέ και Παναγιά! Αυτό πια καταντάει προβοκάτσια!
- Τι έκανε λέει ρε γυναίκα;
- Η θεία Μαρόγλα λέω, θα έλθει το μεσημέρι να φάμε, με ταξί. Και μετά θα την πάμε εμείς.
Και διακόπτει ολόκληρο έπος του Σαράντα στη μέση, για να μας πει για τη θεία της τη Μαρόγλα; Μα σοβαρολογούμε τώρα;
- Έλα συνέχισε, μπαμπά!
- Ναι. Που είχαμε μείνει; Α, μάλιστα. Ο παππούς λοιπόν, με χίλια μύρια κόλπα, ξεγέλασε τους εχθρούς και παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής προς τη μονάδα του, έπιασε ένα συνταγματάρχη Ιταλό, αιχμάλωτο. Και τότε ο ίδιος ο στρατηγός, ο διοικητής της μεραρχίας τον κάλεσε και του απένειμε για το θάρρος του και την ηρωική του αυτοθυσία...
- ... Αγγούρια καλυβιώτικα! Διέκοψε και πάλι η φωνή της γυναίκας μου απ’ την τραπεζαρία αυτή τη φορά.
Ε, αυτό πια παραπάει! Είναι σκέτη βεβήλωση της Ιστορίας μας!
- Τι ξεστόμισες ανιστόρητο πλάσμα;
- Η θεία Μαρόγλα λέω, μας φέρνει και αγγουράκια από το κτήμα της στα Καλύβια.
- Άσε μας πια βρε γυναίκα. Και σταματάς ολόκληρο τον ρουν της ενδόξου ελληνικής ιστορίας, για να μας πεις για τ’ αγγούρια της θείας σου! Είναι τραγικό, δηλαδή. Απελπισία σκέτη!
Με βάζει λοιπόν, ο Γιωργής και του λέω αμέτρητες ιστοριούλες, άλλοτε της φαντασίας μου κι άλλοτε πραγματικές και γεμίζει η ψυχούλα του καινούριους Μαραθώνες και νέες Θερμοπύλες, σύγχρονους Μεγαλέξανδρους και αθάνατους Λεωνίδες. Και πάνω απ’ όλα οικογενειακή περηφάνια. Γιατί, α! όλα κι όλα, εμείς στο σόι μας, όχι ότι θέλω να το παινευτώ, αλλά από πάππου προς πάππου είμαστε...
- Κουραμπιέδες!
Άντε πάλι η παρεμβολή από την κουζίνα.
- Τι ξεστόμισες αυτή τη φορά γυναίκα;
- Λέω, λίγους κουραμπιέδες θα σας κάνω, που αρέσουν πολύ και της θείας.
Α, έτσι! Είπα κι εγώ...
- Λοιπόν μπαμπά; Λέγε, λέγε, έλα, λέγε...
- Κατάπινε για να σου λέω… Κι όρεξη νάχω να λέω.
Και καμάρι ο Γιωργής για τον παππού που πολέμησε τον εχθρό και ταρατατζούμ και παραπαμ-πάμ παρελαύνει γύρω-γύρω απ’ την τραπεζαρία, ζωσμένος το πλαστικό ξίφος του και το κοκάλινο πιστόλι του ανά χείρας, «περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός» και τέτοια ωραία.
Κι η ανδρεία περνάει ως ιερή παράδοση απ’ τον παππού στον εγγονό!
- Μπαμπά εσύ πολέμησες ποτέ;
- Όχι!
- Γιατί;
- Δεν έτυχε, παιδί μου.
- Γιατί δεν έτυχε;
- Μα, δεν έγινε κανένας πόλεμος τα τελευταία χρόνια να πάρω μέρος…
- Εμένα μ’ αρέσει ο πόλεμος.
- Ένας πόλεμος δεν είναι καλό πράγμα, Γιωργή παιδί μου!
- Εγώ θέλω να γίνει πόλεμος και να πάω και μπαμ-μπουμ, τζαν-τζουν, γκαν-γκαν, τζτζτζ να τους σκοτώσω όλους.
- Ορίστε! Τέτοια του μαθαίνεις του παιδιού και να τώρα, θα μου γίνει πολεμοχαρές! επεμβαίνουν οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ που έχουν καταφθάσει από την κουζίνα. Η γυναίκα μου, δηλαδή.
- Και τι θέλεις να του λέω του παιδιού ανήμερα 28η Οκτωβρίου; Ιστορίες με την Μπάρμπι; Αγόρι είναι. Θα μεγαλώσει. Θα γίνει άντρας.
- Ε, και λοιπόν;
- Πρέπει να συνεχίσει τη δόξα των προγόνων του!
- Σιγά τα ωά.
- Εξάλλου...
- Εξάλλου, τι;
- Να! Ο άντρας είναι γεννημένος για έρωτα και για πόλεμο!
- Δεν το σχολιάζω...
- Γιατί;
- Γιατί αν το σχολιάσω, πόλεμο μπορεί να δω, αλλά από το άλλο όμως… άσε!
Ε, τώρα τι της λες!
Το παιδί πρέπει να διδάσκεται τις πολεμικές αρετές της ενδόξου φυλής μας. και πολύ περισσότερο της ίδιας της οικογένειας του που γέννησε πολέμαρχους, οπλαρχηγούς, καπεταναίους, στρατηλάτες, ήρωες. Γιατί, αύριο μεθαύριο, κανείς δεν ξέρει ποτέ, η πατρίς θα απαιτήσει να ξαναζωντανέψουνε τα ’21 και τα ’40, τα Αργυρόκαστρα και τα Δερβενάκια! Και τότε ο Γιωργής, άντρας ίσαμε κει πάνω, λεβέντης καμαρωτός, θα πρέπει να γράψει νέες σελίδες δόξας όπως ο παππούς και οι προπαππούδες του.
- Και γιατί να μη γράψει νέες σελίδες λούφας όπως ο ένδοξος πατήρ του δηλαδή;
Άκου γυναικεία λογική.
Ε, τώρα εγώ, τι να κάνω, που δεν έγινε πόλεμος στα χρόνια τα δικά μου; Να πιάσω να κηρύξω έναν εκεί πέρα, μόνος μου, να ζωστώ και μια κουμπούρα από το γιουσουρούμ, να πάρω κι όλα τα τραπεζομάχαιρα από το σερβίτσιο το καλό, που κόβουν και να ξαμολυθώ καβαλαρία, μόνος μου, να λευτερώσω την Πόλη και την Αγιά Σοφιά; Θα με μπαγλαρώσουν δυο τετράγωνα παρακάτω και θα μ’ αμπαλάρουν στο ζουρλομανδύα. Γίνονται αυτά τα πράματα;
Δε λέω ότι το θέλω. Μα το Θεό. Ποτέ να μη γίνει κανένας πόλεμος ξανά. Τους πολέμους τους θέλουν μόνο οι τρελοί και οι μεγιστάνες. Αλλά έτσι και πει να γίνει, τι θα κάνουμε; Θα πάνε όλοι στον πόλεμο κι ο γιός ο δικός μου θα κάτσει στο σπίτι, να πλέκει τη φανέλα του φαντάρου σε πλέξη «σταυρωτό διπλοβελονιά»; Θάρθει ο λεβέντης μου να του δώσω την ευχή μου!
- Καλό βόλι ωρέ! Όπως θάλεγε κι γέρος του Μωριά!
- Αλλά μάσα και συ και κατάπινε καμιά μπουκιά ρε Γιωργή!
- Και μετά μπαμπά;
- Μετά... τι μετά; Α ναι! Άσε τι έγινε μετά. Που λες, μετά...

***

Κάντε click για τη Β' ΠΡΑΞΗ...

Τρίτη

«μεγάλη ασκητική»

«Καλή πραμάτεια είν’ ο Θεός»
Όσο πουλάς τελειωμό δεν έχει!


«Στη μνήμη των δύο μεγάλων σκαθαριών της Σάτιρας,
Εμμανουήλ Ροΐδη κι Ανδρέα Λασκαράτου.
Των ευλογημένων παιδιών ενός αφορισμένου Θεού!



- ΠΟΛΥ ΜΕ ΑΝΑΠΑΥΕΙ αυτός ο λογισμός, είπε ο πατήρ Παρθένιος, άγιος ηγούμενος της Ιεράς, Βασιλικής, Σταυροπηγιακής, Πατριαρχικής Μονής τω αγίων Ιλαρίου και Ακύλα, μεγάλη η χάρη τους και βοήθειά μας! Που στα παπαδοκαλογερίστικα θα πει: (αποδίδεται σε ελεύθερη μετάφραση), «πολύ γουστάρω αυτή τη φτιάξη δικέ μου».
Και συμπλήρωσε η αγιότης του:
- Θεία μερίμνη και ευλογία Κυρίου...
- Αμήν είπαν εν χορώ όλοι οι παριστάμενοι πατέρες, που αποτελούσαν την ιερή επιστασία, κάτι σαν το Δου-Σου, δηλαδή, της Μονής.
Κι αμέσως βγήκαν κάτι ασημένιοι δίσκοι με μπακλαβάδες και καταΐφια και σαραϊγλί και χίλια δυο καλούδια της Ανατολής που είχαν έλθει, ειδική παραγγελία από το ονομαστό ζαχαροπλαστείο του Αγαπητού στη Θεσσαλονίκη, για να τέρψουν τα ταλαίπωρα από τις θείες ψαλμωδίες και τους ακατάπαυστους αίνους στον Κύριο, λαρύγγια των αγίων πατέρων ημών...
Ο μόνος που είχε κάτι επιφυλάξεις για όλα αυτά ήταν ο πατήρ Παχούμιος, γι αυτό και δεν πρόκειται ποτέ του –τρομάρα του!– να γίνει μεγαλόσχημος και να φέρει μπροστά στο ράσο του τα διακριτικά κόκκινα κεντίδια της οσιότητος, δηλαδή αναμάρτητος, και με την εγγύηση της αντιπροσωπείας. Και μια ζωή στην απ’ έξω θα ’ναι. Γιατί για να γίνεις μεγαλόσχημος, με αγιοσύνη έξτρα λαρτζ και να πάρεις τα ιερά σύμβολα του υπο-αγίου ας πούμε, αποφασίζει ο ηγούμενος, ο αρχηγός της μάνδρας, ο οποίος όσιος καθηγούμενος έχει δει προηγουμένως οράματα φοβερά και τρομερά σε πριβέ προβολή, που τα ‘χει πέμψει η χάρη της – Παναγία μου, Παναγία μου! Κι ο ίδιος ο Θεός, αν όχι προσωπικώς, πάντως με κάποια ουράνια κούριερ αγγέλων. Θεέ και Κύριε!…
Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο θεοσκεπές αρχονταρίκιον ο πατήρ Ησύχιος, κρατώντας λικέρ και θαυμάσιο κρασί.
Ο πατήρ Ησύχιος επονομαζόταν και «Παπατρεζολής» στο πειραχτικό παρόνομα, το παρατσούκλι δηλαδή, γιατί όλοι οι πατέρες, πλην του επίσημου ιερού ονόματος, έχουν και διάφορα παρονόματα, που τα βγάζουν μεταξύ τους, αν όχι σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες του αγίου Ιωάννη και της Κλίμακος, σίγουρα, πάντως, ανάλογα με το χούι και τις ιδιαίτερες συνήθειες του καθενός.
Ο πατήρ Ιωακείμ, για παράδειγμα, είναι ο «παπακάνουλας», γιατί στην καθισιά του πίνει μισό βαρέλι αγιορείτικο κοκκινέλι κι ύστερα λέει το βαγγέλιο… Βαγγέλη!
- Μνήσθητί μου, Κύριε!
- Και θαυμαστά τα έργα σου.
Κι ο αδελφός Μάξιμος κι ο διακο-Πορφύριος και ο πατήρ Μαλαχίας και ο Ευσέβιος, όλοι έχουν το παρατσούκλι τους. Πολλές φορές, μάλιστα, τέτοιο που να ενισχύει τις θεόμαχους και ανευλαβείς πεποιθήσεις ορισμένων τρισκατάρατων και διαβολικών γραφίδων, σύμφωνα με τις οποίες, αν χωρίς τη θρησκεία ο κόσμος θα ήταν μια ζούγκλα, χωρίς ορισμένους παπάδες θα ήταν ένας παράδεισος!
Κι όπως λέει και το …κατά Ροΐδην “ευαγγέλιο”: «Αγαπάς, τον καλόν οίνον; Αν τω όντι τον αγαπάς, μισείς βεβαίως τους ασυνειδήτους εκείνους καπήλους, οίτινες εξ αισχροκερδείας νοθεύουσι το καλόν τούτο ποτόν, αναμιγνύοντες ύδωρ, βαφάς ή δηλητήρια και αντί θείου νέκταρος ανούσιον ή ναυτιώδες ποτόν προσφέροντες εις διψώντα σου χείλη. Τοιούτοι κάπηλοι υπήρξαν απ’ αιώνων οι μετερχόμενοι την φρούρησιν και διανομήν του γενναίου της πίστεως, ως ωνόμαζε την θρησκείαν ο σοφός Αλβίνος, η δε μεταξύ καπήλων και ιερέων, χριστιανισμού και βαρελίου παρομοίωσις ανήκει εις Σύνοδον τινα του ενάτου αιώνος».
Ο Παχούμιος κάτι πήγε να πει για τις επιφυλάξεις του αλλά κανείς δεν τούδωσε σημασία. Ο γέροντας μάλιστα έκλεισε το μάτι και του σερβίρισαν και πέμπτο μπακλαβά απ’ τον Αγαπητό. Ένας πέμπτος μπακλαβάς, κατά κανόνα, πάντα κάμπτει τις διάφορες αντιρρήσεις.
Ο διακο-Δαυίδ ασπάστηκε το χέρι του γέροντα, πατρός Παρθενίου, κάνοντας μια βαθιά καλογερίστικη μετάνοια.
- Ευλόγησον γέροντα!
Πάντα οι διάκοι συμφωνούν με τους ηγούμενους, από τους προ Χριστού.
Ο διακο-Δαυίδ, αυτός κι αν ήταν μεγαλόσχημος διακο-Δαυίδ, αφού η κοιλιά του πήγαινε τρία – τέσσερα βήματα μπροστά απ’ τον ίδιον!
Κι ήταν διαόλου κάλτσα ο εν λόγω «πάτερ», ένα κοντόχοντρο, μάλλον αστείο σουλουπάκι, κάτω από μια παμπόνηρη και σπιρτόζα καρικατούρα φάτσας. Μια φιγούρα που λες ότι είχε δραπετεύσει από τον σκοτεινό βυζαντινό μεσαίωνα, κι είχε έλθει στην εποχή μας, κάτι ανάμεσα σε κληρονομικό νόσημα, και πιστό θεματοφύλακα των βασιλικών, σταυροπηγιακών και πατριαρχικών παραδόσεων.
- Αλληλούια!
Πάντως, είναι γεγονός ότι, οσάκις επιστρατευόταν ο διακο-Δαυίδ, κάποια μεγάλη δουλειά ήταν στα σκαριά. Κάποιο θείο σχέδιο θα έμπαινε σίγουρα σε εφαρμογή για να φέρει «το ποίμνιον και πάλιν κοντά στην Εκκλησίαν», αλλά και ταυτόχρονα να φέρει πλείστους παράδες στα ευλογημένα σεντούκια της Ιεράς μονής Ιλαρίου και Ακύλα.
Το σχέδιο δεν ήταν καθόλου νεότευκτον. Αντιθέτως, η συνταγή ήταν παλιά. Παμπάλαιη. Χρονολογούμενη από προ Θεού μέχρι την ενθρόνιση της Πάπισσας Ιωάννας, ανήμερα.
Αυτό που αλλάζει σήμερα είναι ο τρόπος, η διαδικασία της εφαρμογής του σχεδίου, που γίνεται πια με σύγχρονα μέσα. Και σ’ αυτά ο διακο-Δαυίδ ήταν εκτός από «πάτερ» και… μανούλα!
Γι’ αυτό και ήταν διάσημος σ’ όλα τα μοναστήρια, τις σκήτες και τα κονάκια ως ο «κλαψοπαναγιάς» με τ’ όνομα! Γιατί, όπου πήγαινε, έξω, στις εκκλησίες των διαφόρων πόλεων και χωριών, συνοδεύοντας τις θαυματουργές εικόνες της Μονής, αυτές με κάθε ευκαιρία δακρύζανε, πότε βουρκώνανε και πότε βαλαντώνανε στο κλάμα, ανάλογα με τα κέφια των Αγίων και, φυσικά, του πατρός Δαυίδ, του κλαψοπαναγιά.
-Βούρκωσε η χάρη της! Τρέξτε! Θαύμα!
Και γινόταν χαλασμός κόσμου. Έσπευδε ο κόσμος έξαλλος να δει το θαύμα.
- Τρέχουν δάκρυα τα μάτια του οσίου Πατάπιου.
- Α! να το κοιτάξει για καταρράκτη…
- Καλέ, τι καταρράκτη; Εδώ φάνηκε καθαρά, πρόκειται για θαύμα!
Και να τα δάκρυα ποτάμι, που πότε ήταν άγιο μύρο, πότε σοροπόμελο, πιθανώς που είχε μείνει από κάτι μπακλαβάδες του Αγαπητού. Και όποιος είχε την τύχη να τα’ αγγίξει, θεραπευόταν αμέσως από πάσαν νόσον, αλλά όσο, για πάσαν μαλακίαν, διατηρούνται σοβαρότατες επιφυλάξεις.
- Κούνησε η Αγία Παρασκευή τα χέρια.
- θα πιάστηκε φαίνεται.
- Όχι καλέ. Κάτι θέλει να πει μ’ αυτό.
- Και γιατί το λέει στο δελτίο της νοηματικής και δεν μας τα ρίχνει καθαρά και ξάστερα;
Και δεν ήταν μόνο τα δάκρυα. Ήταν και τα ιερά λείψανα των αγίων Ιλαρίου και Ακύλα. Το πόδι της αγίας Θέκλας, το κότσι του οσίου Μερκουρίου, το πηγούνι του αγίου Ραφαήλ, η φτέρνα της παρθενομάρτυρος αγίας Καλλινίκης, μια μύτη αγνώστου οσιομάρτυρα που πρέπει να είχε κάνει πλαστική, μια λεκάνη για περιφέρεια 68 πόντους, μάλλον της οσίας Χαριτίνης, που ήταν στυλάκι –την ευλογία της νάχουμε–, και κάτι ύποπτα παϊδάκια, που δεν έχει γίνει ακόμα ταυτοποίηση και μάλλον ανήκουν σε κάποιο νήπιο εκ των 190 μαρτυρησάντων εν Ρώμη ή σε κάνα κατσικάκι του γάλακτος μαρτυρήσαν λάθρα στο Iερόν Κοινόβιον, δεν έχει σημασία.
Και να δείτε που αναδίδουν τα ιερά λείψανα θείες ευωδίες, πότε κοκό σανέλ με μοσχολίβανο και πότε αρμάνι με τριανταφυλλόνερο και ντόλτσε καμπάνα. Μέχρι και μπλε καπνό έβγαλαν τις προάλλες στην εκκλησία της Πλατανιάς οι τρεις αντίχειρες(!) του αγίου Ιλαρίωνα και έγινε το «έλα να δεις». Μια γκαστρωμένη λίγο έλειψε να αποβάλει.
Κι είπε ο άγιος ηγούμενος στον όσιο πατέρα Δαυίδ, τον κλαψοπαναγιά, τρώγοντας καραβιδόψυχες στο ηγουμενείο.
- Πώς το ‘κανες αυτό πάλι, ρε μασκαρά, θεομπαίχτη;
- Έχω ένα ξάδελφο που κάνει τέτοια τρικ σε μπουζουξίδικα.
- Εύγε σου! Όμως πρόσεχε τέκνον μου, μη μας αρπάξουν καμιά ώρα οι τηλεοράσεις και μετά δεν μας πλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός μαζί με τον Αλιάκμονα κι όλους τους παραπόταμους του! Εξάλλου… ευλογημένε…
Έστειλε στον ιερό πανοσιολογιότατον στόμαχον του δυο τρεις καραβιδόψυχες και συνέχισε:
- Εξάλλου, λέγω, ευλογημένε, διατί το κάμουμε; Όχι ερωτώ, διατί; Δια να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά στην Εκκλησία και το Θεό, που κάθε τόσο ξεχνιούνται, παρασυρόμενοι από τις υλικές απολαύσεις και απομακρύνονται από τον Πανάγαθο Δημιουργό. Μια υπενθύμιση είναι όλα αυτά. Κι αν θες να ξέρεις, ευλογημένε… Αυτή τη φορά έστειλε κάτω κάτι καραβιδομπουκιές σαν μπαλάκια του πινγκ-πονγκ. Και από πάνω έριξε άφθονο εκλεκτό κρασί που του έφεραν απ’ το δοχειό της Μονής.
Το «δοχειό» για όσους δεν ξέρουν είναι οι αποθήκες της Ιεράς Μονής, που θα τις ζήλευε και το κατάστημα Λαφαγιέτ.
Εκεί μέσα βρίσκεις από μπέμπιντόλ με καλυμμαύχι νούμερο ένα, μέχρι είδη εγκυμοσύνης μαζί με την προίκα του μωρού. Κι από λιβάνι σιναϊτικόν μέχρι σαμπάνια ντομ-περνιόν εσοδείας 1972. Αμήν.
-… Κι αν θες να ξέρεις ευλογημένε, συνέχισε ο άγιος γέροντας, όλες αυτές τις ενέργειες μας, τις καθοδηγεί ο ίδιος ο Θεός! Αυτός μας προτρέπει ως ποιμήν να οδηγούμε το ποίμνιον στην πατρική του αγκάλη, στον οίκον του!
Έτσι έβαλε και το Θεό στο κόλπο, και τώρα ήταν όλα ωραία και μακάρια.
- Αμήν, αμήν, λέγω υμίν…
- Την αιώνιον ζωήν και το μέγα έλεος.

***

Το στρατιωτικό τζιπ σταμάτησε μπροστά στη μεγάλη εξωτερική πορτάρα της Μονής. Το στρατιωτικό όχημα θα μετέφερε με κάθε επισημότητα τα άγια λείψανα των αγίων Ιλαρίου και Ακύλα με τη συνοδεία της ιεράς αδελφότητος, που αποτελούσαν ο διακο-Δαυίδ, ο πατήρ Ησύχιος, που στρεμπέκλαγε ελαφρώς, ο πατέρας Πορφύριος, που δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από τον φαντάρο οδηγό του τζιπ, και ο αδελφός Μάξιμος, που είχε κρύψει μέσα στο ιερόν συνέκδημον ένα περιοδικό με ζώδια, να ρίχνει καμιά ματιά στο ταξίδι.
Θα πήγαιναν στον ιερό μητροπολιτικό ναό της Αγίας Κυριακής, στην πρωτεύουσα του μακεδονικού νομού που δοκιμάστηκε προσφάτως από ισχυρό σεισμό.
Πάντα, οι φυσικές καταστροφές φέρνουν πελατεία για να καλμάρει η οργή του Θεού.
Στην είσοδο της μικρής πολιτείας τους περίμενε και άγημα πεζοναυτών, όπου θα σχημάτιζαν επίσημη πομπή. Ακολουθούσαν μοτοσικλέτες της αστυνομίας, πρόσκοποι και ό,τι άλλο, τέλος πάντων, επιστρατεύεται στην απόδοση τιμών σε υπουργούς και λείψανα γενικώς.
- Οι λοκατζήδες θα μείνουν μαζί μας και το βράδυ, να φυλάνε; ρώτησε όλο περίεργη περιέργεια ο Πορφύριος.
Ο Ησύχιος τούπε:
- Σιλάνς!
Κι έληξε το θέμα.
Πάντως, η ανακομιδή, η μεταφορά δηλαδή των θείων και θαυματουργών λειψάνων –δυο δεξιά χέρια του οσίου Ιλαρίου και μια σπάλα του οσίου Ακύλα– έγινε με κάθε λαμπρή επισημότητα.
Ο κόσμος σχημάτιζε ένα φιδωτό ποτάμι έξω από το ναό, που έφθανε εκατοντάδες μέτρα μακριά. Αμέτρητοι πιστοί είχαν συρρεύσει ακόμα κι απ’ τις γύρω πόλεις για να προσκυνήσουν.
Άπειρες ανθρώπινες σκέψεις απελευθερώθηκαν μπροστά σ’ αυτά τα λείψανα, διακαείς πόθοι, επιθυμίες, μαράζια, νταλκάδες, που κατατρώνε ανθρώπινες ψυχούλες, αμολύθηκαν κατά χιλιάδες ν’ ανέβουν στους ουρανούς, να συναντήσουν την μεγαλοψυχία του Σαβαώθ και των αγίων Ιλαρίου και Ακύλα! Βοήθεια μας!
Και η συμφωνία ήταν 70% επί των εισπράξεων η μητρόπολη και ο ναός μαζί, και το άλλο 30% το μοναστήρι. Επί των καθαρών εισπράξεων μιλάμε…
Κι ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Και μακάριοι!
Αμέ!
- Κύριε εκέκραξα!...
Χώρια ότι ο διακο-Δαυίδ έβγαζε και τα εξτρά του από το «τίμιο ξύλο», που έδινε χονδρική-λιανική, στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, «πάρε κόσμε!», και μέσα σε δύο μέρες είχε φύγει ο μισός παλιός φράχτης του μοναστηριού…
- Ευλογείτε.
- Ο Κύριος.
Άλλο τώρα, που αν πεις και ενώσεις το τίμιο ξύλο που έχουν ορθόδοξοι και καθολικοί, φτιάχνεις τρεις φορές το δάσος του Αμαζονίου. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία.
Κι όλα έβαιναν καλώς.
Ώσπου…
Εντελώς ξαφνικά…
Κάποια στιγμή…
Απρόσμενα…
Θεέ και Κύριε!!!
Κατά την τρίτη μέρα του ιερού προσκυνήματος των πανσέπτων ιερών λειψάνων, αλάλαξε το ποίμνιον, βούιξε ο τόπος, ταρακουνήθηκε το σύμπαν, συγκλονίστηκε το πανελλήνιον.
- Θαύμα!!!
Το είδανε με τα μάτια τους τρεις γριές με μούσι, και δυο μητροπολίτες χωρίς μούσι γιατί είχαν κάνει αποτρίχωση.
- Θαύμα, θαύμα!
Έτρεξαν κι άλλοι.
Το είδαν κι αυτοί.
Με τα ίδια τους τα μάτια τι είδαν.
Ε, τότε ήταν που έτρεξαν κι άλλοι. Αυτοί δεν είδαν τίποτα γιατί ήταν πίσω και δεν έβλεπαν, αλλά, αφού έφτασαν ως εκεί, είπαν ότι το είδαν και αυτοί με τα ίδια τους τα μάτια, για να μην τους πουν οι άλλοι κορόιδο.
Ήλθαν οι τηλεοράσεις.
Κι άμα πλακώσουν οι τηλεοράσεις, μετά όλα τα θαύματα είναι πιθανά. Από το θαύμα της Κανά μέχρι το θαύμα της τηλεθέασης 85%.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, συνέρρεαν κατά χιλιάδες οι πιστοί, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Άλλοι σε καρότσια, άλλοι σε φορεία, με τρένα, με καράβια, με τα πόδια, με κλακέτες…
- Να το κάνουμε 50% της Μονής και 50% της Μητρόπολης και του ναού μαζί, είπε ο άγιος ηγούμενος που τηλεφώνησε εσπευσμένα στον άγιο μητροπολίτη.
Και του το εξήγησε δηλαδή.
- Ιερό προσκύνημα λειψάνων μαζί με θαύμα κομπλέ έχει άλλη τιμή!
- Καλώς… Δεν θα χαλάσωμεν τας καρδίας μας, αδελφέ μου, είπε μειλίχιος ο δεσπότης, που δεν είχε δει ποτέ του τόσο κόσμο να συρρέει από κάθε γωνιά της Ελλάδας στη μικρή μισοξεθυμασμένη επαρχία του.
Και να, χιλιάδες οι πιστοί να καταφθάνουν, και να τα ασημένια τάματα με χέρια, πόδια, κεφάλια, μάτια και ό,τι άλλο έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ανατομία, και να τα χρυσά κοσμήματα και τα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια, και να οι λαμπάδες «ίσαμε το μπόι μου», και να δεις που οι πιο φτωχοί έριχναν στο δίσκο υπέρ των πτωχών, ενώ οι πλούσιοι δεν έριχναν τίποτα…
Τέτοια κοσμοχαλασιά είχε να δει η ορθοδοξία χρόνια!
Μόνο ο διακο-Δαυίδ είχε λουφάξει σε μια γωνιά κι ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε, μόνο ίδρωνε και ξεΐδρωνε…
Είσαι πραγματικά ανεπανάληπτος! Του είπε κατενθουσιασμένος στο τηλέφωνο ο άγιος ηγούμενος, πατήρ Παρθένιος.
- Μα… Κάτι πήγε να ψελλίσει τρέμοντας ο διακο-Δαυίδ ο κλαψοπαναγιάς.
- Αλήθεια πώς το ‘κανες μωρέ αθεόφοβε, και ανοιγόκλεισε ο σκελετός της παλάμης του οσίου Ιλαρίου μέσα στο κουτί;
- Δεν το ‘κανα! ψέλλισε κάθιδρος ο διακο-Δαυίδ.
- Τι θα πει δεν το ‘κανες, ρε διαολόπαπα; σοβάρεψε απότομα ο ηγούμενος.
- Δεν το ‘κανα εγώ! είπε τρέμοντας ο κλαψοπαναγιάς.
- Και τότε ποιος το ‘κανε, μωρέ τρισκατάρατε; Ποιος διάολος το ‘κανε, αν δεν το ‘κανες εσύ; Μίλα κολασμένε!
- Κανείς. Μόνο του έγινε! είπε ο Δαυίδ και τον έλουζε κρύος ιδρώτας.
- Θέλεις να πεις, βρε μαγαρισμένε, ότι μόνη της άρχισε να ανοιγοκλείνει η παλάμη του αγίου; τραύλισε ο ηγούμενος, που τον ζώσανε τα φίδια κι άρχισε τώρα να ιδρώνει κι αυτός.
- Μάλιστα, γέροντα μου! Εκεί που ήταν ωραία και καλά η παλάμη μέσα στη λειψανοθήκη, ξαφνικά άρχισε να ανοιγοκλείνει σαν… σαν… δεν μπορώ να το πω…
- Λέγε, κατηραμένε, ομολόγα!
- Να, σαν να μας φασκέλωνε όλους, Θε μου, συχώρα με! κλαψούρισε έντρομος ο Δαυίδ, ο κλαψοπαναγιάς.
- Τι λες μωρέ σατανόπληκτε; Γίνονται αυτά τα πράματα; Φασκελώνουν οι άγιοι, βρε αφορισμένε; άστραψε κι εβρόντηξε ο ηγούμενος.
- Έτσι νόμιζα κι εγώ, άγιε γέροντα, ώσπου είδα αυτό που είδα…
- Μπα, που να καείς στο πυρ της κολάσεως. Γίνονται αυτά τα πράματα, βρε αντίχριστε;
- Δεν ξέρω άγιε γέροντα, τι να πω! Εκτός πια κι αν…
- Τι μωρέ;
- Να, λέω… Εκτός κι αν...
- Πες το! Τι «εκτός κι αν»; Τρισκατάρατε που νάχεις την οργή του Κυρίου!
- Να, λέω... Μήπως και είναι αληθινό κάτι από όλα ετούτα! τόλμησε να ξεστομίσει ο Δαυίδ.
- Αυτό μας έλειπε τώρα! Αλίμονο μας! είπε ο ηγούμενος με τρεμουλιαστή φωνή κι άρχισε να κάνει γρήγορες βαθιές μετάνοιες και να ψέλνει.
- Άλαλα τα χείλη των ασεβών!...
Αμήν.

* ΠΡΟΣΟΧΗ
Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα φανταστική και ουδεμία απολύτως σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη!
* Το διήγημα αυτό δεν αναφέρεται στους πολλούς. Αλλά στους λίγους εκείνους, που όμως, κάνουν μεγαλύτερο κακό απ’ όσο καλό κάνουν όλοι οι πολλοί μαζί.
Δ.Λ.



ΣΗΜ.:
1. Το κείμενο πηγάζει από
δω και πρόκειται για ακριβές (σε σημείο... στίξης) αντίγραφο!
2. Το, μεταξύ σχετικού και άσχετου,
τραγούδι είναι προ-«αιρετικό»!(?)

Τετάρτη

«Τα τραγούδια είναι ευχή και…



Έχουν την ίδια μουσική,



οι στίχοι μόνο αλλάζουν!!!



Ίσως να μη συνάδουν



μ' αυτήν την «εποχή»...



μα τα τραγούδια, έτσι κι αλλιώς,



λένε πως είναι ευχή!!!



...πάρε την μαζί σου!»