Παρασκευή

Σε στυλ να μην ξεχνιόμαστε...

Kαλό μήνα!*(click it)







Κουτσά-στραβά «καθάρισα» (?!)

το θέμα τσ’ ιστορίας(click it)

και τώρα βουρ για Ραμπελέ(click it)

κι εκείνο του Εράσμου,(click it)

«Εγκώμιον μωρίας»!







Θέματα στο στοιχείο μου

πέσανε... ευτυχώς!!!

μα ο χρόνος με ζορίζει.

Δυό εβδομάδες μείνανε...

τα λέμε προσεχώς!!!









...την «αμάθεια» μου μέσα!(click it)

Τρίτη

...σε τρεις πράξεις & επίλογο!!!


«παιδιά της Ελλάδος παιδιά…» (ΠΡΑΞΗ Α')



ΚΑΙ ΝΑ ΟΙ ΝΙΚΕΣ απανωτές,
Αέραααααα!
Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Μοράβας, Άγιοι Σαράντα, Χειμάρα, Πόγραδετς, Πρεμετή...
Και πέφτανε βροχή οι οβίδες, οι σφαίρες και οι όλμοι κει πάνω στις δοξασμένες κορφές της Πίνδου!
- Και μετά μπαμπά; Μετά; Τι έγινε μετά μπαμπά;
- Κατάπιε τη μπουκίτσα σου για να συνεχίσω, αλλιώς σταματάω. Και πέφτανε βροχή οι ερωτήσεις του μικρού μου Γιωργή, που από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του, ξετρελαίνεται κάθε χρόνο τέτοια μέρα, 28η Οκτωβρίου.
Από τις παραμονές κιόλας, της εθνικής επετείου με βγάζει από τις ζεστές πιτζάμες μου, με ξεσηκώνει από την αναπαυτική μου μπερζέρα και με ξαμολάει πάνω στα χιονισμένα βουνά με μια χλαίνη κι ένα ντουφέκι, να μοιράζομαι τα κρυοπαγήματα και τις σφαίρες με τους ηρωικούς φαντάρους μας, για να του λέω ιστορίες.
Ατέλειωτες ιστορίες τιμής και δόξας για το ηρωικό έπος του Σαράντα.
Αληθινές;
Τι θα πει «αληθινές»; Όσα κι αν πλάσω με την πιο τρελή φαντασία μου και πάλι λίγα θα είναι και φτωχά, μπρος σε αυτά που έγιναν εκεί πάνω, τότε. Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η φαντασία υστερεί κατά πολύ της πραγματικότητος.
- Έλα, λέγε τώρα… Και μετά; Λέγε μπαμπά! Τι έγινε μετά;
- Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, -μάσα και συ, μην το κρατάς μια ώρα στο στόμα!- εκείνη τη στιγμή που λες, όπως ήταν πάνω στο άλογό του ο παππούς, ορμάει μόνος του εναντίον των εχθρών. Και τους τρέπει όλους σε φυγή! Τέτοιο ήταν το κάζο που έπαθαν οι μακαρονάδες που μαθεύτηκε αμέσως το γεγονός. Κι όλες οι εφημερίδες, έγραφαν την άλλη μέρα μα πηχυαίους τίτλους… επί λέξει:
- Κολοκύθια με τη ρίγανη! Ακούγεται ξαφνικά η γυναίκα μου από την κουζίνα.
- Ορίστε;
Δεν είμαστε καλά.
- Δεν εννόησα; Τι είπες τώρα ρε γυναίκα;
- Λέω για τη θεία, θα κάνω μία ελαφριά σαλατίτσα με κολοκύθια και ρίγανη, όπως της αρέσουν.
Κοίτα τώρα, τι της θυμήθηκε, για να διακόψει ολόκληρο θρίαμβο.
- Λέγε μπαμπά. Λέγε. Μετά;
- Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, κροτάλισε ένα πολυβόλο, κρα κρα κρα… Αλλά κατάπινε όμως βρε παιδάκι μου, μια ώρα το μασάς. Λοιπόν που είχαμε μείνει; Α, ναι…!
Τα μάτια του μικρού Γιωργή, γεμάτα παιδική αθωότητα, γίνονται ακόμα πιο μεγάλα καθώς με κοιτάζουν ορθάνοιχτα και κρέμονται μ’ αγωνία, κυριολεκτικά από τα χείλη μου.
- Έλα, συνέχισε! Μη σταματάς μπαμπά. Και μετά;
- Τότε που λες, λοιπόν Γιωργή μου, όπως ο παππούς πήγαινε ξαπλωτός στο χιόνι, ξαφνικά, μέσα στο θεοσκόταδο της άγριας νύχτας, πέφτει πάνω σε μια περίπολο Ιταλών. Τώρα; Τι να κάνει; Καλύπτεται γρήγορα πίσω από ένα θάμνο, βγάζει αμέσως μια χειροβομβίδα, τους την πετάει...
- …Τους έκανε τα τρία, δύο!
Ακούγεται πάλι η φωνή της γυναίκας μου, που πετάγεται μέσα από την κουζίνα, κάνοντας με, μαζί με τη χειροβομβίδα, να εκραγώ κι εγώ!
- Τι έκανε λέει; Ρωτάω έξαλλος.
- Ο γιατρός λέω, τελικά, μείωσε τα διουρητικά χάπια τη μαμά μου και στον μπαμπά, από τρία σε δύο, γιατί τους ανέβαζαν την πίεση.
- Α, είπα κι εγώ! πες μου έτσι! Και μας έκοψες πάνω στο καλύτερο.
Ρε τι σου είναι αυτές οι γυναίκες. Ούτε στο πολεμικό μέτωπο, πάνω στην πρώτη γραμμή, δεν σ’ αφήνουν σε ησυχία!
- Πού είχαμε μείνει λοιπόν βρε Γιωργή; Κατάπινε όμως κι εσύ βρε μανούλα μου!
- Εκεί που ο παππούς πέταξε τη χειροβομβίδα και μπαμ!
- Τι μπαμ; Μόνο μπαμ; Μπαμπαμπούμ μεγάλο! Και λίγο σου λέω!
- Όπως τα πυροτεχνήματα;
- Ακόμα πιο πολύ δυνατό μπουμ και πάρτους και τους πέντε Ιταλιάνους μακαρονάδες κάτω.
- Και μετά; Τι έγινε μετά μπαμπά;
- Τρέχει αμέσως κοντά τους –για κατάπινε κιόλας, για να σου λέω– τους παίρνει τα όπλα. Αλλά εκείνη τη στιγμή φύσαγε δαιμονισμένα, ένας δυνατός βοριάς κι έριχνε πυκνό χιόνι. Χιονοθύελλα. Και σκοτάδι μαζί, δεν έβλεπε τίποτα. Τώρα, πώς να γυρίσει στο ελληνικό φυλάκιο που ήταν η μονάδα του; Και τι λες σκέφτηκε να κάνει ο πανέξυπνος και γενναίος παππούς;
- Κάλεσε ραδιοταξί! Ακούστηκε ξανά η φωνή της γυναίκας μου από το χωλ.
Έλα Χριστέ και Παναγιά! Αυτό πια καταντάει προβοκάτσια!
- Τι έκανε λέει ρε γυναίκα;
- Η θεία Μαρόγλα λέω, θα έλθει το μεσημέρι να φάμε, με ταξί. Και μετά θα την πάμε εμείς.
Και διακόπτει ολόκληρο έπος του Σαράντα στη μέση, για να μας πει για τη θεία της τη Μαρόγλα; Μα σοβαρολογούμε τώρα;
- Έλα συνέχισε, μπαμπά!
- Ναι. Που είχαμε μείνει; Α, μάλιστα. Ο παππούς λοιπόν, με χίλια μύρια κόλπα, ξεγέλασε τους εχθρούς και παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής προς τη μονάδα του, έπιασε ένα συνταγματάρχη Ιταλό, αιχμάλωτο. Και τότε ο ίδιος ο στρατηγός, ο διοικητής της μεραρχίας τον κάλεσε και του απένειμε για το θάρρος του και την ηρωική του αυτοθυσία...
- ... Αγγούρια καλυβιώτικα! Διέκοψε και πάλι η φωνή της γυναίκας μου απ’ την τραπεζαρία αυτή τη φορά.
Ε, αυτό πια παραπάει! Είναι σκέτη βεβήλωση της Ιστορίας μας!
- Τι ξεστόμισες ανιστόρητο πλάσμα;
- Η θεία Μαρόγλα λέω, μας φέρνει και αγγουράκια από το κτήμα της στα Καλύβια.
- Άσε μας πια βρε γυναίκα. Και σταματάς ολόκληρο τον ρουν της ενδόξου ελληνικής ιστορίας, για να μας πεις για τ’ αγγούρια της θείας σου! Είναι τραγικό, δηλαδή. Απελπισία σκέτη!
Με βάζει λοιπόν, ο Γιωργής και του λέω αμέτρητες ιστοριούλες, άλλοτε της φαντασίας μου κι άλλοτε πραγματικές και γεμίζει η ψυχούλα του καινούριους Μαραθώνες και νέες Θερμοπύλες, σύγχρονους Μεγαλέξανδρους και αθάνατους Λεωνίδες. Και πάνω απ’ όλα οικογενειακή περηφάνια. Γιατί, α! όλα κι όλα, εμείς στο σόι μας, όχι ότι θέλω να το παινευτώ, αλλά από πάππου προς πάππου είμαστε...
- Κουραμπιέδες!
Άντε πάλι η παρεμβολή από την κουζίνα.
- Τι ξεστόμισες αυτή τη φορά γυναίκα;
- Λέω, λίγους κουραμπιέδες θα σας κάνω, που αρέσουν πολύ και της θείας.
Α, έτσι! Είπα κι εγώ...
- Λοιπόν μπαμπά; Λέγε, λέγε, έλα, λέγε...
- Κατάπινε για να σου λέω… Κι όρεξη νάχω να λέω.
Και καμάρι ο Γιωργής για τον παππού που πολέμησε τον εχθρό και ταρατατζούμ και παραπαμ-πάμ παρελαύνει γύρω-γύρω απ’ την τραπεζαρία, ζωσμένος το πλαστικό ξίφος του και το κοκάλινο πιστόλι του ανά χείρας, «περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός» και τέτοια ωραία.
Κι η ανδρεία περνάει ως ιερή παράδοση απ’ τον παππού στον εγγονό!
- Μπαμπά εσύ πολέμησες ποτέ;
- Όχι!
- Γιατί;
- Δεν έτυχε, παιδί μου.
- Γιατί δεν έτυχε;
- Μα, δεν έγινε κανένας πόλεμος τα τελευταία χρόνια να πάρω μέρος…
- Εμένα μ’ αρέσει ο πόλεμος.
- Ένας πόλεμος δεν είναι καλό πράγμα, Γιωργή παιδί μου!
- Εγώ θέλω να γίνει πόλεμος και να πάω και μπαμ-μπουμ, τζαν-τζουν, γκαν-γκαν, τζτζτζ να τους σκοτώσω όλους.
- Ορίστε! Τέτοια του μαθαίνεις του παιδιού και να τώρα, θα μου γίνει πολεμοχαρές! επεμβαίνουν οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ που έχουν καταφθάσει από την κουζίνα. Η γυναίκα μου, δηλαδή.
- Και τι θέλεις να του λέω του παιδιού ανήμερα 28η Οκτωβρίου; Ιστορίες με την Μπάρμπι; Αγόρι είναι. Θα μεγαλώσει. Θα γίνει άντρας.
- Ε, και λοιπόν;
- Πρέπει να συνεχίσει τη δόξα των προγόνων του!
- Σιγά τα ωά.
- Εξάλλου...
- Εξάλλου, τι;
- Να! Ο άντρας είναι γεννημένος για έρωτα και για πόλεμο!
- Δεν το σχολιάζω...
- Γιατί;
- Γιατί αν το σχολιάσω, πόλεμο μπορεί να δω, αλλά από το άλλο όμως… άσε!
Ε, τώρα τι της λες!
Το παιδί πρέπει να διδάσκεται τις πολεμικές αρετές της ενδόξου φυλής μας. και πολύ περισσότερο της ίδιας της οικογένειας του που γέννησε πολέμαρχους, οπλαρχηγούς, καπεταναίους, στρατηλάτες, ήρωες. Γιατί, αύριο μεθαύριο, κανείς δεν ξέρει ποτέ, η πατρίς θα απαιτήσει να ξαναζωντανέψουνε τα ’21 και τα ’40, τα Αργυρόκαστρα και τα Δερβενάκια! Και τότε ο Γιωργής, άντρας ίσαμε κει πάνω, λεβέντης καμαρωτός, θα πρέπει να γράψει νέες σελίδες δόξας όπως ο παππούς και οι προπαππούδες του.
- Και γιατί να μη γράψει νέες σελίδες λούφας όπως ο ένδοξος πατήρ του δηλαδή;
Άκου γυναικεία λογική.
Ε, τώρα εγώ, τι να κάνω, που δεν έγινε πόλεμος στα χρόνια τα δικά μου; Να πιάσω να κηρύξω έναν εκεί πέρα, μόνος μου, να ζωστώ και μια κουμπούρα από το γιουσουρούμ, να πάρω κι όλα τα τραπεζομάχαιρα από το σερβίτσιο το καλό, που κόβουν και να ξαμολυθώ καβαλαρία, μόνος μου, να λευτερώσω την Πόλη και την Αγιά Σοφιά; Θα με μπαγλαρώσουν δυο τετράγωνα παρακάτω και θα μ’ αμπαλάρουν στο ζουρλομανδύα. Γίνονται αυτά τα πράματα;
Δε λέω ότι το θέλω. Μα το Θεό. Ποτέ να μη γίνει κανένας πόλεμος ξανά. Τους πολέμους τους θέλουν μόνο οι τρελοί και οι μεγιστάνες. Αλλά έτσι και πει να γίνει, τι θα κάνουμε; Θα πάνε όλοι στον πόλεμο κι ο γιός ο δικός μου θα κάτσει στο σπίτι, να πλέκει τη φανέλα του φαντάρου σε πλέξη «σταυρωτό διπλοβελονιά»; Θάρθει ο λεβέντης μου να του δώσω την ευχή μου!
- Καλό βόλι ωρέ! Όπως θάλεγε κι γέρος του Μωριά!
- Αλλά μάσα και συ και κατάπινε καμιά μπουκιά ρε Γιωργή!
- Και μετά μπαμπά;
- Μετά... τι μετά; Α ναι! Άσε τι έγινε μετά. Που λες, μετά...

***

Κάντε click για τη Β' ΠΡΑΞΗ...

Τρίτη

«μεγάλη ασκητική»

«Καλή πραμάτεια είν’ ο Θεός»
Όσο πουλάς τελειωμό δεν έχει!


«Στη μνήμη των δύο μεγάλων σκαθαριών της Σάτιρας,
Εμμανουήλ Ροΐδη κι Ανδρέα Λασκαράτου.
Των ευλογημένων παιδιών ενός αφορισμένου Θεού!



- ΠΟΛΥ ΜΕ ΑΝΑΠΑΥΕΙ αυτός ο λογισμός, είπε ο πατήρ Παρθένιος, άγιος ηγούμενος της Ιεράς, Βασιλικής, Σταυροπηγιακής, Πατριαρχικής Μονής τω αγίων Ιλαρίου και Ακύλα, μεγάλη η χάρη τους και βοήθειά μας! Που στα παπαδοκαλογερίστικα θα πει: (αποδίδεται σε ελεύθερη μετάφραση), «πολύ γουστάρω αυτή τη φτιάξη δικέ μου».
Και συμπλήρωσε η αγιότης του:
- Θεία μερίμνη και ευλογία Κυρίου...
- Αμήν είπαν εν χορώ όλοι οι παριστάμενοι πατέρες, που αποτελούσαν την ιερή επιστασία, κάτι σαν το Δου-Σου, δηλαδή, της Μονής.
Κι αμέσως βγήκαν κάτι ασημένιοι δίσκοι με μπακλαβάδες και καταΐφια και σαραϊγλί και χίλια δυο καλούδια της Ανατολής που είχαν έλθει, ειδική παραγγελία από το ονομαστό ζαχαροπλαστείο του Αγαπητού στη Θεσσαλονίκη, για να τέρψουν τα ταλαίπωρα από τις θείες ψαλμωδίες και τους ακατάπαυστους αίνους στον Κύριο, λαρύγγια των αγίων πατέρων ημών...
Ο μόνος που είχε κάτι επιφυλάξεις για όλα αυτά ήταν ο πατήρ Παχούμιος, γι αυτό και δεν πρόκειται ποτέ του –τρομάρα του!– να γίνει μεγαλόσχημος και να φέρει μπροστά στο ράσο του τα διακριτικά κόκκινα κεντίδια της οσιότητος, δηλαδή αναμάρτητος, και με την εγγύηση της αντιπροσωπείας. Και μια ζωή στην απ’ έξω θα ’ναι. Γιατί για να γίνεις μεγαλόσχημος, με αγιοσύνη έξτρα λαρτζ και να πάρεις τα ιερά σύμβολα του υπο-αγίου ας πούμε, αποφασίζει ο ηγούμενος, ο αρχηγός της μάνδρας, ο οποίος όσιος καθηγούμενος έχει δει προηγουμένως οράματα φοβερά και τρομερά σε πριβέ προβολή, που τα ‘χει πέμψει η χάρη της – Παναγία μου, Παναγία μου! Κι ο ίδιος ο Θεός, αν όχι προσωπικώς, πάντως με κάποια ουράνια κούριερ αγγέλων. Θεέ και Κύριε!…
Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο θεοσκεπές αρχονταρίκιον ο πατήρ Ησύχιος, κρατώντας λικέρ και θαυμάσιο κρασί.
Ο πατήρ Ησύχιος επονομαζόταν και «Παπατρεζολής» στο πειραχτικό παρόνομα, το παρατσούκλι δηλαδή, γιατί όλοι οι πατέρες, πλην του επίσημου ιερού ονόματος, έχουν και διάφορα παρονόματα, που τα βγάζουν μεταξύ τους, αν όχι σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες του αγίου Ιωάννη και της Κλίμακος, σίγουρα, πάντως, ανάλογα με το χούι και τις ιδιαίτερες συνήθειες του καθενός.
Ο πατήρ Ιωακείμ, για παράδειγμα, είναι ο «παπακάνουλας», γιατί στην καθισιά του πίνει μισό βαρέλι αγιορείτικο κοκκινέλι κι ύστερα λέει το βαγγέλιο… Βαγγέλη!
- Μνήσθητί μου, Κύριε!
- Και θαυμαστά τα έργα σου.
Κι ο αδελφός Μάξιμος κι ο διακο-Πορφύριος και ο πατήρ Μαλαχίας και ο Ευσέβιος, όλοι έχουν το παρατσούκλι τους. Πολλές φορές, μάλιστα, τέτοιο που να ενισχύει τις θεόμαχους και ανευλαβείς πεποιθήσεις ορισμένων τρισκατάρατων και διαβολικών γραφίδων, σύμφωνα με τις οποίες, αν χωρίς τη θρησκεία ο κόσμος θα ήταν μια ζούγκλα, χωρίς ορισμένους παπάδες θα ήταν ένας παράδεισος!
Κι όπως λέει και το …κατά Ροΐδην “ευαγγέλιο”: «Αγαπάς, τον καλόν οίνον; Αν τω όντι τον αγαπάς, μισείς βεβαίως τους ασυνειδήτους εκείνους καπήλους, οίτινες εξ αισχροκερδείας νοθεύουσι το καλόν τούτο ποτόν, αναμιγνύοντες ύδωρ, βαφάς ή δηλητήρια και αντί θείου νέκταρος ανούσιον ή ναυτιώδες ποτόν προσφέροντες εις διψώντα σου χείλη. Τοιούτοι κάπηλοι υπήρξαν απ’ αιώνων οι μετερχόμενοι την φρούρησιν και διανομήν του γενναίου της πίστεως, ως ωνόμαζε την θρησκείαν ο σοφός Αλβίνος, η δε μεταξύ καπήλων και ιερέων, χριστιανισμού και βαρελίου παρομοίωσις ανήκει εις Σύνοδον τινα του ενάτου αιώνος».
Ο Παχούμιος κάτι πήγε να πει για τις επιφυλάξεις του αλλά κανείς δεν τούδωσε σημασία. Ο γέροντας μάλιστα έκλεισε το μάτι και του σερβίρισαν και πέμπτο μπακλαβά απ’ τον Αγαπητό. Ένας πέμπτος μπακλαβάς, κατά κανόνα, πάντα κάμπτει τις διάφορες αντιρρήσεις.
Ο διακο-Δαυίδ ασπάστηκε το χέρι του γέροντα, πατρός Παρθενίου, κάνοντας μια βαθιά καλογερίστικη μετάνοια.
- Ευλόγησον γέροντα!
Πάντα οι διάκοι συμφωνούν με τους ηγούμενους, από τους προ Χριστού.
Ο διακο-Δαυίδ, αυτός κι αν ήταν μεγαλόσχημος διακο-Δαυίδ, αφού η κοιλιά του πήγαινε τρία – τέσσερα βήματα μπροστά απ’ τον ίδιον!
Κι ήταν διαόλου κάλτσα ο εν λόγω «πάτερ», ένα κοντόχοντρο, μάλλον αστείο σουλουπάκι, κάτω από μια παμπόνηρη και σπιρτόζα καρικατούρα φάτσας. Μια φιγούρα που λες ότι είχε δραπετεύσει από τον σκοτεινό βυζαντινό μεσαίωνα, κι είχε έλθει στην εποχή μας, κάτι ανάμεσα σε κληρονομικό νόσημα, και πιστό θεματοφύλακα των βασιλικών, σταυροπηγιακών και πατριαρχικών παραδόσεων.
- Αλληλούια!
Πάντως, είναι γεγονός ότι, οσάκις επιστρατευόταν ο διακο-Δαυίδ, κάποια μεγάλη δουλειά ήταν στα σκαριά. Κάποιο θείο σχέδιο θα έμπαινε σίγουρα σε εφαρμογή για να φέρει «το ποίμνιον και πάλιν κοντά στην Εκκλησίαν», αλλά και ταυτόχρονα να φέρει πλείστους παράδες στα ευλογημένα σεντούκια της Ιεράς μονής Ιλαρίου και Ακύλα.
Το σχέδιο δεν ήταν καθόλου νεότευκτον. Αντιθέτως, η συνταγή ήταν παλιά. Παμπάλαιη. Χρονολογούμενη από προ Θεού μέχρι την ενθρόνιση της Πάπισσας Ιωάννας, ανήμερα.
Αυτό που αλλάζει σήμερα είναι ο τρόπος, η διαδικασία της εφαρμογής του σχεδίου, που γίνεται πια με σύγχρονα μέσα. Και σ’ αυτά ο διακο-Δαυίδ ήταν εκτός από «πάτερ» και… μανούλα!
Γι’ αυτό και ήταν διάσημος σ’ όλα τα μοναστήρια, τις σκήτες και τα κονάκια ως ο «κλαψοπαναγιάς» με τ’ όνομα! Γιατί, όπου πήγαινε, έξω, στις εκκλησίες των διαφόρων πόλεων και χωριών, συνοδεύοντας τις θαυματουργές εικόνες της Μονής, αυτές με κάθε ευκαιρία δακρύζανε, πότε βουρκώνανε και πότε βαλαντώνανε στο κλάμα, ανάλογα με τα κέφια των Αγίων και, φυσικά, του πατρός Δαυίδ, του κλαψοπαναγιά.
-Βούρκωσε η χάρη της! Τρέξτε! Θαύμα!
Και γινόταν χαλασμός κόσμου. Έσπευδε ο κόσμος έξαλλος να δει το θαύμα.
- Τρέχουν δάκρυα τα μάτια του οσίου Πατάπιου.
- Α! να το κοιτάξει για καταρράκτη…
- Καλέ, τι καταρράκτη; Εδώ φάνηκε καθαρά, πρόκειται για θαύμα!
Και να τα δάκρυα ποτάμι, που πότε ήταν άγιο μύρο, πότε σοροπόμελο, πιθανώς που είχε μείνει από κάτι μπακλαβάδες του Αγαπητού. Και όποιος είχε την τύχη να τα’ αγγίξει, θεραπευόταν αμέσως από πάσαν νόσον, αλλά όσο, για πάσαν μαλακίαν, διατηρούνται σοβαρότατες επιφυλάξεις.
- Κούνησε η Αγία Παρασκευή τα χέρια.
- θα πιάστηκε φαίνεται.
- Όχι καλέ. Κάτι θέλει να πει μ’ αυτό.
- Και γιατί το λέει στο δελτίο της νοηματικής και δεν μας τα ρίχνει καθαρά και ξάστερα;
Και δεν ήταν μόνο τα δάκρυα. Ήταν και τα ιερά λείψανα των αγίων Ιλαρίου και Ακύλα. Το πόδι της αγίας Θέκλας, το κότσι του οσίου Μερκουρίου, το πηγούνι του αγίου Ραφαήλ, η φτέρνα της παρθενομάρτυρος αγίας Καλλινίκης, μια μύτη αγνώστου οσιομάρτυρα που πρέπει να είχε κάνει πλαστική, μια λεκάνη για περιφέρεια 68 πόντους, μάλλον της οσίας Χαριτίνης, που ήταν στυλάκι –την ευλογία της νάχουμε–, και κάτι ύποπτα παϊδάκια, που δεν έχει γίνει ακόμα ταυτοποίηση και μάλλον ανήκουν σε κάποιο νήπιο εκ των 190 μαρτυρησάντων εν Ρώμη ή σε κάνα κατσικάκι του γάλακτος μαρτυρήσαν λάθρα στο Iερόν Κοινόβιον, δεν έχει σημασία.
Και να δείτε που αναδίδουν τα ιερά λείψανα θείες ευωδίες, πότε κοκό σανέλ με μοσχολίβανο και πότε αρμάνι με τριανταφυλλόνερο και ντόλτσε καμπάνα. Μέχρι και μπλε καπνό έβγαλαν τις προάλλες στην εκκλησία της Πλατανιάς οι τρεις αντίχειρες(!) του αγίου Ιλαρίωνα και έγινε το «έλα να δεις». Μια γκαστρωμένη λίγο έλειψε να αποβάλει.
Κι είπε ο άγιος ηγούμενος στον όσιο πατέρα Δαυίδ, τον κλαψοπαναγιά, τρώγοντας καραβιδόψυχες στο ηγουμενείο.
- Πώς το ‘κανες αυτό πάλι, ρε μασκαρά, θεομπαίχτη;
- Έχω ένα ξάδελφο που κάνει τέτοια τρικ σε μπουζουξίδικα.
- Εύγε σου! Όμως πρόσεχε τέκνον μου, μη μας αρπάξουν καμιά ώρα οι τηλεοράσεις και μετά δεν μας πλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός μαζί με τον Αλιάκμονα κι όλους τους παραπόταμους του! Εξάλλου… ευλογημένε…
Έστειλε στον ιερό πανοσιολογιότατον στόμαχον του δυο τρεις καραβιδόψυχες και συνέχισε:
- Εξάλλου, λέγω, ευλογημένε, διατί το κάμουμε; Όχι ερωτώ, διατί; Δια να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά στην Εκκλησία και το Θεό, που κάθε τόσο ξεχνιούνται, παρασυρόμενοι από τις υλικές απολαύσεις και απομακρύνονται από τον Πανάγαθο Δημιουργό. Μια υπενθύμιση είναι όλα αυτά. Κι αν θες να ξέρεις, ευλογημένε… Αυτή τη φορά έστειλε κάτω κάτι καραβιδομπουκιές σαν μπαλάκια του πινγκ-πονγκ. Και από πάνω έριξε άφθονο εκλεκτό κρασί που του έφεραν απ’ το δοχειό της Μονής.
Το «δοχειό» για όσους δεν ξέρουν είναι οι αποθήκες της Ιεράς Μονής, που θα τις ζήλευε και το κατάστημα Λαφαγιέτ.
Εκεί μέσα βρίσκεις από μπέμπιντόλ με καλυμμαύχι νούμερο ένα, μέχρι είδη εγκυμοσύνης μαζί με την προίκα του μωρού. Κι από λιβάνι σιναϊτικόν μέχρι σαμπάνια ντομ-περνιόν εσοδείας 1972. Αμήν.
-… Κι αν θες να ξέρεις ευλογημένε, συνέχισε ο άγιος γέροντας, όλες αυτές τις ενέργειες μας, τις καθοδηγεί ο ίδιος ο Θεός! Αυτός μας προτρέπει ως ποιμήν να οδηγούμε το ποίμνιον στην πατρική του αγκάλη, στον οίκον του!
Έτσι έβαλε και το Θεό στο κόλπο, και τώρα ήταν όλα ωραία και μακάρια.
- Αμήν, αμήν, λέγω υμίν…
- Την αιώνιον ζωήν και το μέγα έλεος.

***

Το στρατιωτικό τζιπ σταμάτησε μπροστά στη μεγάλη εξωτερική πορτάρα της Μονής. Το στρατιωτικό όχημα θα μετέφερε με κάθε επισημότητα τα άγια λείψανα των αγίων Ιλαρίου και Ακύλα με τη συνοδεία της ιεράς αδελφότητος, που αποτελούσαν ο διακο-Δαυίδ, ο πατήρ Ησύχιος, που στρεμπέκλαγε ελαφρώς, ο πατέρας Πορφύριος, που δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από τον φαντάρο οδηγό του τζιπ, και ο αδελφός Μάξιμος, που είχε κρύψει μέσα στο ιερόν συνέκδημον ένα περιοδικό με ζώδια, να ρίχνει καμιά ματιά στο ταξίδι.
Θα πήγαιναν στον ιερό μητροπολιτικό ναό της Αγίας Κυριακής, στην πρωτεύουσα του μακεδονικού νομού που δοκιμάστηκε προσφάτως από ισχυρό σεισμό.
Πάντα, οι φυσικές καταστροφές φέρνουν πελατεία για να καλμάρει η οργή του Θεού.
Στην είσοδο της μικρής πολιτείας τους περίμενε και άγημα πεζοναυτών, όπου θα σχημάτιζαν επίσημη πομπή. Ακολουθούσαν μοτοσικλέτες της αστυνομίας, πρόσκοποι και ό,τι άλλο, τέλος πάντων, επιστρατεύεται στην απόδοση τιμών σε υπουργούς και λείψανα γενικώς.
- Οι λοκατζήδες θα μείνουν μαζί μας και το βράδυ, να φυλάνε; ρώτησε όλο περίεργη περιέργεια ο Πορφύριος.
Ο Ησύχιος τούπε:
- Σιλάνς!
Κι έληξε το θέμα.
Πάντως, η ανακομιδή, η μεταφορά δηλαδή των θείων και θαυματουργών λειψάνων –δυο δεξιά χέρια του οσίου Ιλαρίου και μια σπάλα του οσίου Ακύλα– έγινε με κάθε λαμπρή επισημότητα.
Ο κόσμος σχημάτιζε ένα φιδωτό ποτάμι έξω από το ναό, που έφθανε εκατοντάδες μέτρα μακριά. Αμέτρητοι πιστοί είχαν συρρεύσει ακόμα κι απ’ τις γύρω πόλεις για να προσκυνήσουν.
Άπειρες ανθρώπινες σκέψεις απελευθερώθηκαν μπροστά σ’ αυτά τα λείψανα, διακαείς πόθοι, επιθυμίες, μαράζια, νταλκάδες, που κατατρώνε ανθρώπινες ψυχούλες, αμολύθηκαν κατά χιλιάδες ν’ ανέβουν στους ουρανούς, να συναντήσουν την μεγαλοψυχία του Σαβαώθ και των αγίων Ιλαρίου και Ακύλα! Βοήθεια μας!
Και η συμφωνία ήταν 70% επί των εισπράξεων η μητρόπολη και ο ναός μαζί, και το άλλο 30% το μοναστήρι. Επί των καθαρών εισπράξεων μιλάμε…
Κι ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Και μακάριοι!
Αμέ!
- Κύριε εκέκραξα!...
Χώρια ότι ο διακο-Δαυίδ έβγαζε και τα εξτρά του από το «τίμιο ξύλο», που έδινε χονδρική-λιανική, στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, «πάρε κόσμε!», και μέσα σε δύο μέρες είχε φύγει ο μισός παλιός φράχτης του μοναστηριού…
- Ευλογείτε.
- Ο Κύριος.
Άλλο τώρα, που αν πεις και ενώσεις το τίμιο ξύλο που έχουν ορθόδοξοι και καθολικοί, φτιάχνεις τρεις φορές το δάσος του Αμαζονίου. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία.
Κι όλα έβαιναν καλώς.
Ώσπου…
Εντελώς ξαφνικά…
Κάποια στιγμή…
Απρόσμενα…
Θεέ και Κύριε!!!
Κατά την τρίτη μέρα του ιερού προσκυνήματος των πανσέπτων ιερών λειψάνων, αλάλαξε το ποίμνιον, βούιξε ο τόπος, ταρακουνήθηκε το σύμπαν, συγκλονίστηκε το πανελλήνιον.
- Θαύμα!!!
Το είδανε με τα μάτια τους τρεις γριές με μούσι, και δυο μητροπολίτες χωρίς μούσι γιατί είχαν κάνει αποτρίχωση.
- Θαύμα, θαύμα!
Έτρεξαν κι άλλοι.
Το είδαν κι αυτοί.
Με τα ίδια τους τα μάτια τι είδαν.
Ε, τότε ήταν που έτρεξαν κι άλλοι. Αυτοί δεν είδαν τίποτα γιατί ήταν πίσω και δεν έβλεπαν, αλλά, αφού έφτασαν ως εκεί, είπαν ότι το είδαν και αυτοί με τα ίδια τους τα μάτια, για να μην τους πουν οι άλλοι κορόιδο.
Ήλθαν οι τηλεοράσεις.
Κι άμα πλακώσουν οι τηλεοράσεις, μετά όλα τα θαύματα είναι πιθανά. Από το θαύμα της Κανά μέχρι το θαύμα της τηλεθέασης 85%.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, συνέρρεαν κατά χιλιάδες οι πιστοί, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Άλλοι σε καρότσια, άλλοι σε φορεία, με τρένα, με καράβια, με τα πόδια, με κλακέτες…
- Να το κάνουμε 50% της Μονής και 50% της Μητρόπολης και του ναού μαζί, είπε ο άγιος ηγούμενος που τηλεφώνησε εσπευσμένα στον άγιο μητροπολίτη.
Και του το εξήγησε δηλαδή.
- Ιερό προσκύνημα λειψάνων μαζί με θαύμα κομπλέ έχει άλλη τιμή!
- Καλώς… Δεν θα χαλάσωμεν τας καρδίας μας, αδελφέ μου, είπε μειλίχιος ο δεσπότης, που δεν είχε δει ποτέ του τόσο κόσμο να συρρέει από κάθε γωνιά της Ελλάδας στη μικρή μισοξεθυμασμένη επαρχία του.
Και να, χιλιάδες οι πιστοί να καταφθάνουν, και να τα ασημένια τάματα με χέρια, πόδια, κεφάλια, μάτια και ό,τι άλλο έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ανατομία, και να τα χρυσά κοσμήματα και τα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια, και να οι λαμπάδες «ίσαμε το μπόι μου», και να δεις που οι πιο φτωχοί έριχναν στο δίσκο υπέρ των πτωχών, ενώ οι πλούσιοι δεν έριχναν τίποτα…
Τέτοια κοσμοχαλασιά είχε να δει η ορθοδοξία χρόνια!
Μόνο ο διακο-Δαυίδ είχε λουφάξει σε μια γωνιά κι ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε, μόνο ίδρωνε και ξεΐδρωνε…
Είσαι πραγματικά ανεπανάληπτος! Του είπε κατενθουσιασμένος στο τηλέφωνο ο άγιος ηγούμενος, πατήρ Παρθένιος.
- Μα… Κάτι πήγε να ψελλίσει τρέμοντας ο διακο-Δαυίδ ο κλαψοπαναγιάς.
- Αλήθεια πώς το ‘κανες μωρέ αθεόφοβε, και ανοιγόκλεισε ο σκελετός της παλάμης του οσίου Ιλαρίου μέσα στο κουτί;
- Δεν το ‘κανα! ψέλλισε κάθιδρος ο διακο-Δαυίδ.
- Τι θα πει δεν το ‘κανες, ρε διαολόπαπα; σοβάρεψε απότομα ο ηγούμενος.
- Δεν το ‘κανα εγώ! είπε τρέμοντας ο κλαψοπαναγιάς.
- Και τότε ποιος το ‘κανε, μωρέ τρισκατάρατε; Ποιος διάολος το ‘κανε, αν δεν το ‘κανες εσύ; Μίλα κολασμένε!
- Κανείς. Μόνο του έγινε! είπε ο Δαυίδ και τον έλουζε κρύος ιδρώτας.
- Θέλεις να πεις, βρε μαγαρισμένε, ότι μόνη της άρχισε να ανοιγοκλείνει η παλάμη του αγίου; τραύλισε ο ηγούμενος, που τον ζώσανε τα φίδια κι άρχισε τώρα να ιδρώνει κι αυτός.
- Μάλιστα, γέροντα μου! Εκεί που ήταν ωραία και καλά η παλάμη μέσα στη λειψανοθήκη, ξαφνικά άρχισε να ανοιγοκλείνει σαν… σαν… δεν μπορώ να το πω…
- Λέγε, κατηραμένε, ομολόγα!
- Να, σαν να μας φασκέλωνε όλους, Θε μου, συχώρα με! κλαψούρισε έντρομος ο Δαυίδ, ο κλαψοπαναγιάς.
- Τι λες μωρέ σατανόπληκτε; Γίνονται αυτά τα πράματα; Φασκελώνουν οι άγιοι, βρε αφορισμένε; άστραψε κι εβρόντηξε ο ηγούμενος.
- Έτσι νόμιζα κι εγώ, άγιε γέροντα, ώσπου είδα αυτό που είδα…
- Μπα, που να καείς στο πυρ της κολάσεως. Γίνονται αυτά τα πράματα, βρε αντίχριστε;
- Δεν ξέρω άγιε γέροντα, τι να πω! Εκτός πια κι αν…
- Τι μωρέ;
- Να, λέω… Εκτός κι αν...
- Πες το! Τι «εκτός κι αν»; Τρισκατάρατε που νάχεις την οργή του Κυρίου!
- Να, λέω... Μήπως και είναι αληθινό κάτι από όλα ετούτα! τόλμησε να ξεστομίσει ο Δαυίδ.
- Αυτό μας έλειπε τώρα! Αλίμονο μας! είπε ο ηγούμενος με τρεμουλιαστή φωνή κι άρχισε να κάνει γρήγορες βαθιές μετάνοιες και να ψέλνει.
- Άλαλα τα χείλη των ασεβών!...
Αμήν.

* ΠΡΟΣΟΧΗ
Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα φανταστική και ουδεμία απολύτως σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη!
* Το διήγημα αυτό δεν αναφέρεται στους πολλούς. Αλλά στους λίγους εκείνους, που όμως, κάνουν μεγαλύτερο κακό απ’ όσο καλό κάνουν όλοι οι πολλοί μαζί.
Δ.Λ.



ΣΗΜ.:
1. Το κείμενο πηγάζει από
δω και πρόκειται για ακριβές (σε σημείο... στίξης) αντίγραφο!
2. Το, μεταξύ σχετικού και άσχετου,
τραγούδι είναι προ-«αιρετικό»!(?)