Τρίτη

μια αγάπη για το καλοκαίρι...*

ΚΑΙ ΤΙ ΔΕ ΒΛΕΠΕΙ το αυγουστιάτικο φεγγάρι!
Εκείνη. Φορούσε ένα κοντό φορεματάκι με βολάν δαντελίτσα και φρουφρού. Στα ολόξανθα μαλλιά της δέσποζε ένας μεγάλος φιόγκος. Λαμέ.
Εκείνος. Είχε το μαλλί μπον μπον. Όταν την είδε ένοιωσε κάτι έντονο μέσα του σαν σκίρτημα. Πολύ θα ήθελε εκείνη τη στιγμή να της δώσει ένα χαστούκι, να της τραβήξει τα μαλλιά ή να της χώσει μια κλωτσιά στο καλάμι, για να της κερδίσει την προσοχή. Κι όταν εκείνη θα άρχιζε να κλαίει, να την αγκαλιάσει τρυφερά και να της πει «μη, σταμάτα, εγώ σ’ αγαπάω». Απ’ την άλλη όμως, αυτή τη μέθοδο, όσες φορές την είχε δοκιμάσει, μόνο μπελάδες του είχε φέρει.
Τελικά να που δεν χρειάστηκε να εφαρμόσει τίποτα απ’ τα δυναμικά κόλπα του.
Εκείνη ήλθε μόνη της προς το μέρος του, τον γυρόφερε αναγνωριστικά δυο-τρεις φορές και τον ρώτησε:
– Παιδάκι θέλεις να παίξουμε;
Αν ήθελε λέει;
– Το δικό μου ποδήλατο τρέχει σαν το αυτοκίνητο του μπαμπά μου!
Άσχετον!
Κανόνας. Όλα τα αρσενικά από τεσσάρων έως ενενήντα τεσσάρων ετών, η πρώτη φράση που λένε σε μια γυναίκα που τους ενδιαφέρει, είναι μια άσχετη φανφαρόνικη μπαρούφα.
Ωστόσο έλαμψε το πρόσωπό του.
Έβρισκε πάνω της αυτό το κάτι που δεν το είχαν όλες οι γυναίκες που συνάντησε στην μέχρι τώρα πολυτάραχη ζωή του, ως τα πέντε του χρόνια, δηλαδή.
Ήταν τόσο όμορφο κορίτσι που τον είχε θαμπώσει η ομορφιά της. Και προπαντός το νάζι της.
Η τσαχπίνα και ο μπόμπιρας.
– Πώς σε λένε;
– Θεανώ. Εσένα;
– Αχιλλέα.
– Ένα θείο μου τον λένε Αχιλλέα, του είπε κι έκανε μια τσαχπινιά.
Αυτός σαν κάτι να θυμήθηκε ξαφνικά, έβγαλε από την τσέπη του διάφορες κάρτες με κάτι τρομερούς εξολοθρευτές και της τις έδειξε γεμάτος ενθουσιασμό.
Αυτή ωστόσο δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε καθόλου.
Απογοήτευση.
– Αχιλλέα, πάμε γύρω-γύρω από το συντριβάνι με τα ποδήλατά μας;
– Φύγαμε! Όποιος πάει πρώτος θα είναι ο νικητής! Εεεεεε!
– Να προσέχεις μην πέσεις! Ακούστηκε η φωνή της μαμάς του Αχιλλέα που τον καταδίωκε ακόμη και τώρα, σ’ αυτή την πρωτόγνωρη ευτυχισμένη στιγμή του μ’ ένα «να» κι ένα «μη».
Α στην οργή πια, αυτοί οι μεγάλοι τίποτα δεν καταλαβαίνουν!
[...]
Η αυγουστιάτικη πανσέληνος έμοιαζε με ένα τεράστιο ολόχρυσο μεταγιόν κατάστηθα στον ουρανό.
Όλα, μα όλα, αυτό το υπέροχο βράδυ, θαρρείς ότι ήταν ένα παραμυθένιο σκηνικό που στήθηκε μόνο και μόνο για να ενώσει δύο ανθρώπους.
Ο Αχιλλέας με τη Θεανώ έκαναν μερικές φορές το γύρο του συντριβανιού.
Τα δέντρα και τα λουλούδια εκεί τριγύρω έστελναν τις ευωδιές τους τις μεθυστικές. Πάντα το γιασεμί και το αγιόκλημα κάνουν ακόμα και το πιο συνηθισμένο αλσάκι, κάπου στης Ακρόπολης τα μέρη, να γίνεται σωστός παράδεισος ένα βράδυ του Αυγούστου.
[...]
– Αχιλλέα, θέλεις να τα φτιάξουμε; ρώτησε η Θεανώ καθώς κολλούσε τα αυτοκόλλητα στο ροζ ποδηλατάκι της.
– Ποια; Τα αυτοκόλλητα; ρώτησε όλο αθωότητα κι αφέλεια ο Αχιλλέας.
– Όχι βρε χαζούλη! Σου λέω να γίνεις τ’ αγόρι μου!
Εκείνος έπεσε σε βαθιές σκέψεις.
Η Θεανώ έδειχνε αποφασιστική. Ίσως σ’ αυτό βοήθησε και μια ευωδιαστή ριπή από ένα αγιόκλημα.
– Έλα βρε να τα φτιάξουμε. Δεν θέλεις να είμαι το κορίτσι σου;
Το τελευταίο το είπε με νάζι. Πολύ νάζι.
– Θα χωρίσω με την Αγγελική, δεν την αγαπάω... δήλωσε κατηγορηματικά ο Αχιλλέας.
– Εγώ χώρισα με το Δημήτρη. Ουφ πια! Όλο χωρίζουμε μ’ αυτόν τον κύριο! Είπε η Θεανώ.
[...]
Το αυγουστιάτικο βραδινό έφτασε στην κορύφωση της ομορφιάς. Τα έντομα οργίαζαν διονυσιακά γύρω από τα φώτα. Τα μελτεμάκια ανακάτευαν τα γυναικεία πατσουλιά, τις ευωδιές των πεύκων, των λουλουδιών και τις τσίκνες των υπαίθριων ψησταριών κι έκαναν ένα κοκτέιλ μεθυστικής καλοκαιριάτικης πανδαισίας.
– Θέλεις να κάνουμε κοιλίτσα-κοιλίτσα; πήρε την πρωτοβουλία αυτή τη φορά ο Αχιλλέας.
– Τι είναι αυτό;
– Το κάνουμε στο νηπιαγωγείο... Αγοράκια με κοριτσάκια... Σηκώνω εγώ την μπλούζα μου, σηκώνεις εσύ την μπλούζα σου και κολλάμε κοιλίτσα-κοιλίτσα.
– Είναι κακό αυτό, η κοιλίτσα-κοιλίτσα;
– Ου είναι ωραίο!
Προχώρησαν πίσω από μια συστάδα θάμνων. Κι ένοιωσαν μια γλυκιά ζεστούλα και τα δυο τους που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει.
Ξεθάρρεψαν πολύ. Μίλησαν για όλα. Ακόμα και για κάποιες ανατομικές λεπτομέρειες. Ένα τέτοιο βράδυ του Αυγούστου, όλα επιτρέπονται.
[...]
Της απάγγειλε μέχρι και ποίηση. Το ποίημα δηλαδή που είπε φέτος στην αποχαιρετιστήρια γιορτή στο μικρό νηπιαγωγείο.

Ένας ποντικός, αισθηματικός
νεαρός με δίχως πείρα,
τι τρελά που ‘ναι τα νιάτα
έτσι τα΄φερε η μοίρα
κι ερωτεύτηκε μια γάτα.

Μπλέξιμο κακό για τον ποντικό.
Απ’ την τρύπα του κρυμμένος
καμαρώνει την Γκριζέτα
κι ονειρεύετ’ ο καημένος
άσπρα πέπλα και κουφέτα.

Ώσπου μια βραδιά, αχ μικρά παιδιά!
Ξεθαρρεύει και ζυγώνει
την ιδανική του νύφη
μα εκείνη τον γραπώνει
και τον τρώει τον ερίφη!

Αχ βρε ποντικέ, αισθηματικέ.
Το χαμό σου όλοι κλαίμε...
μέγα πλήγμα ο θάνατός σου
μα εδώ πέρα που τα λέμε...
τα ‘θελε κι ο απαυτός σου!

* * *
Εκείνη γέλασε με την καρδιά της. Κι η βουλίτσα στο μαγουλάκι της φάνηκε έντονα πολύ.
Εκείνος προτίμησε από τον ενθουσιασμό του να κάνει δυο τρεις φιγούρες.
[...]
– θέλεις να σε φιλήσω στο στόμα;
– Εγώ τι θα κάνω;
– Το έχω δει στην τηλεόραση πολλές φορές και η μαμά μου με τον μπαμπά μου το κάνουν…
– Δείξε μου, έλα τώρα…
– Λοιπόν. Τα μάτια μας πρέπει να είναι κλειστά.
– Και πώς θα βλέπουμε μωρέ;
– Ε, αφού έτσι κάνουν οι μεγάλοι σου λέω! Τους έχω δει. Όταν φιλιούνται στο στόμα έχουν κλειστά τα μάτια.
– Να, έτσι;
– Μη τα σφίγγεις βρε παιδάκι μου. Κλειστά, όπως κοιμάσαι.
– Έτσι;
– Ναι. Μετά κρατάμε την ανάσα μας, ύστερα σουφρώνουμε τα χείλη μας και κολλάμε τα στόματά μας, ανοιχτά.
– Θα σκάσω.
– Αφού έτσι, σου λέω, κάνουν οι μεγάλοι!...
Τελικά... Κανένα φιλί ποτέ στον κόσμο, δεν είχε τόσο όμορφο διάκοσμο. Όσο αυτό! Το παραδεισένιο σκηνικό της πιο γόησσας νύχτας.
Το πιο όμορφο φιλί!
– Θεανώ...
– Τι;
– Κατάπια την τσίχλα!
– Κι εγώ!
Ίσως τη δεύτερη φορά να είναι καλύτερα.
– Και μη ξεχνάς. Πρώτα κλείνεις τα μάτια, μετά κρατάς την ανάσα, σουφρώνεις τα χείλη και κολλάς το στόμα.
Αν δεν ανακάλυπτε ο έρωτας τους ανθρώπους, σίγουρα, θα τον ανακάλυπταν αυτοί!
[...]
Ένας φιόγκος υπέκυψε στο νόμο της βαρύτητας κι έπεσε στο χώμα.
– Χιχι! Μη σφίγγεις τα μάτια σου μωρέ, λες και σου κάνουν εμβόλιο.
– Μμ. Έτσι;
– Μμ! Έτσι!
Εκείνη ακριβώς, την πιο όμορφη και παραδεισένια στιγμή, μια φωνή σκίζει όλο αυτό το θείο σκηνικό, σαν χαρτί.
– Αχιλλέα! Που είσαι παιδί μου; Έλα εδώ γιατί φεύγουμε!
Ένα δροσερό αεράκι σηκώθηκε, σαν να συμφώνησε λέγοντας σε κάπως αυστηρό τόνο.
– Αρκετά!
* * *
Σε λίγο οι πλατείες και τα αλσάκια θα ερημώσουν. Τα πρωτοβρόχια θα λούζουν τους θάμνους και μαζί θα βρέχεται πίσω από κείνο το θαμνάκι ένας τεράστιος λαμέ φιόγκος. Χωρίς ποτέ κανείς να μάθει το πώς βρέθηκε εκεί.
Καληνύχτα αυγουστιάτικο φεγγάρι!
Γεια σου όμορφο καλοκαιράκι!
Αντίο βιαστικέ πρώτε μου έρωτα!
*Αλέκος Σακελλάριος–Δήμος Λεβιθόπουλος «Κάνε πως γελάς, μας βλέπουν!», εκδ. ΜΙΧΑΛΗ ΣΙΔΕΡΗ, ΑΘΗΝΑ 2007.

Όλα τριγύρω αλλάζουνε...